-
1 τῡρόεις
τῡρόεις, εσσα, εν, zsgzgn τῡροῦς, οῦσσα, οῦν, käsig, käseartig; ἄρτος, Sophr. bei Ath. III, 110 d; ὁ τυρόεις, sc. ἄρτος oder πλακοῦς, Käsebrot, Käsekuchen, τυροῦντα Hegemon bei Ath. XV, 698 e; so ist bei Theocr. 1, 58 auch zu schreiben, wenn nicht τυρόεντα dreisylbig auszusprechen od. mit Sophron. τυρῶντα, dor. für τυροῦντα zu schreiben ist.
-
2 τυροεις
ὁ τ. (οε односложно) Theocr. (sc. ἄρτος) — лепешка с сыром
-
3 τῡρόεις
-
4 τυρόεις
τῡρόεις, τυρόειςcheesy: masc nom sg -
5 τυρόεις
τῡρό-εις, εσσα, εν, [var] contr. [full] τῡροῦς, οῦσσα, οῦν, [dialect] Dor. [full] τῡρῶς, ῶσσα, ῶν· ([etym.] τυρός):—A cheesy, like cheese,ἄρτον τυρῶντα Sophr.14
: ὁ τ. (sc. ἄρτος or πλακοῦς) cheese-bread, cheese-cake, or simply cheese, Theoc. 1.58, Hegem. ap. Ath.15.698f. [τῡρόεντα is trisyll. in Theoc. l. c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρόεις
-
6 τυρόεντα
τῡρόεντα, τυρόειςcheesy: neut nom /voc /acc plτῡρόεντα, τυρόειςcheesy: masc acc sg -
7 τυροέσσης
τῡροέσσης, τυρόειςcheesy: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 τυρόεσσαν
τῡρόεσσαν, τυρόειςcheesy: fem acc sg -
9 τυρώδης
τῡρ-ώδης, ες,A like cheese,σιτία Hp.Aff.47
, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.13, Plu.2.131e,|Sor.1.87,|Gal.6.47 ([comp] Sup.), 684; containing cheese (cf. τυρόεις and Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c), (Cos, iv/iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρώδης
См. также в других словарях:
τυρόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. τυροῡς, οῡσα, οῡν, Α 1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυρόεις και τυροῡς τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῑο γάλακτος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τυρόεις — τῡρόεις , τυρόεις cheesy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρόεντα — τῡρόεντα , τυρόεις cheesy neut nom/voc/acc pl τῡρόεντα , τυρόεις cheesy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLACENTA — an a placo, quod eâ solerent Antiqui Deos placere; an a placeo? Graece πλακόεις, an a πλὰξ, κὸς, quod in tabulam extenderetur? Certe, sicut ditiores hostiis animalium Deorum numina sibi propitia reddere satagebant, ita egenos, Placentis hâc fini… … Hofmann J. Lexicon universale
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek
τυροέσσης — τῡροέσσης , τυρόεις cheesy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρόεσσαν — τῡρόεσσαν , τυρόεις cheesy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)