-
1 τίσα
-
2 τῖσα
-
3 επισιτίσας
ἐπισῑτίσᾱς, ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 ἐπισιτίσας
ἐπισῑτίσᾱς, ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 τίσας
τί̱σᾱς, τίνωpay a price: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)τίσᾱς, τίζωto be always asking 'what?aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)τίζωto be always asking 'what?aor ind act 2nd sg (homeric ionic) -
6 τίσασα
τί̱σᾱσα, τίνωpay a price: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)τίσᾱσα, τίζωto be always asking 'what?aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 τίσασι
τί̱σᾱσι, τίνωpay a price: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic)τίσᾱσι, τίζωto be always asking 'what?aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
8 τίω
Aτιέμεν Od.15.543
: [tense] impf.ἔτιον Il.5.467
, etc.; [dialect] Ep. τῖον ib. 536, 18.81; Trag. (lyr.); [dialect] Ion.τίεσκον Il.13.461
: [tense] fut.τίσω 9.142
, τείσω Philic. in Stud.Ital.9.46 (iii B.C.): [tense] aor.ἔτισα Il.1.244
, 9.118, al.; poet.τῖσα Supp.Epigr.3.553
(Thrace, v. A.D.):—[voice] Med., Hes.Th. 428:—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] impf.τιέσκετο Il.4.46
; part.τῑεσκόμενοι IGRom.4.360.12
(Pergam.): [tense] pf. τέτιμαι, part. τετιμένος (v. infr.). [In [tense] pres. and [tense] impf. Hom. uses both [pron. full] ῑ (sts. even in thesi before a long syll., Od.14.84, 22.414 ) and [pron. full] ῐ, e.g.τῐέσκετο Il.4.46
, τῐω ib. 257, 9.378 (but τῑω ib. 238, al.); τειόμενοι is written in Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 ([place name] Troketta); always short in Trag.: in [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf. [voice] Pass. [pron. full] ῑ always, v. fin.]:— poet. Verb, used like τιμάω, honour, revere, of the bearing of men towards gods, οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὔδε θεούς (sc. Ἕκτωρ) Il.9.238; ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν, says Poseidon, Od.13.129, etc.; also of the gods towards men, ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν (sc. Ἀχιλλέα) Il.9.110, cf. 1.508;ὁ πόντιος Ὀρσοτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pi.Pae.9.48
(so in [voice] Med.,Ζεὺς τίεται αὐτήν Hes.
l.c.); but more freq. of the respect paid by men to other men, kings, friends, guests, etc.,ὅν τ' ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ Il.5.467
, cf. 9.142; οἵ σε θεὸν ὣς τίσους' ib. 303; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib. 603;ὁ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσι 13.176
, cf. 15.439; ; ; οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν ib. 354;τ. ξεῖνον Od.15.543
;τ. τινὰ φιλότητι Il.9.631
; opp. ἀτιμάω, ib. 110, Od. 16.306, 20.132; also of things, θεοὶ δίκην τίουσι they honour right, 14.84:—[voice] Pass.,θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ Il.5.78
, etc.; , 13.827; : esp. [tense] pf. part. [voice] Pass. τετιμένος honoured, of persons, , cf. Hes.Th. 415; λαοῖσι τ. Od.13.28, etc.:—also in Trag. (never in S.), but only [tense] pres. and [tense] impf. in this sense, the other tenses being supplied fromτιμάω, πόλις.. δαίμονας τίει A.Th.77
;θεοὺς αἰεὶ τίοιεν.. βουθύτοισι τιμαῖς Id.Supp. 705
(lyr.);Ἑρμᾶν.. τίομεν Id.Fr. 273
(hex.);τὸν θεὸν μεῖζον τίουσα τῆς ἐμῆς ἔχθρας E.Heracl. 1013
; of persons,ὅσον τότ' Οἰδίπουν τίον A.Th. 775
(lyr.);τίειν γυναῖκα Id.Ag. 259
; of things, τ. νίκην, βρότεα, ib. 942, Eu. 171 (lyr.); μέλος τ. honour (i.e. sing) the strain, Id.Ag. 706 (lyr.):— [voice] Pass., τίεσθαι δ' ἀξιώτατος βροτῶν ib. 531.II = τιμάω 11, value, rate, τὸν δὲ [τρίποδα] δυωδεκάβοιον.. τῖον Ἀχαιοί they valued it at twelve steers' worth, Il.23.703; τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον valued her at four steers' worth, ib. 705; τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ (v. κάρ) 9.378; λόγων τείσομεν ἔργα κρείσσω Philic. l.c. (Root τῑ-, cf. τῑ-μή, πολύ-τῑ-τος: I.-E. q[uglide]ī- (full grade q[uglide]ēy-) 'revere, honour', cf. Skt. cāyati 'respect', cāyús 'showing respect': not cogn. with τίνω or τίνυμαι ([etym.] τείνυμαι): the [tense] fut. and [tense] aor. τίσω ἔτισα are so written in codd. whether they belong to τίω or to τίνω; this spelling is wrong for the [tense] fut. and [tense] aor. of τίνω (q.v.), but may be right for the [tense] fut. and [tense] aor. of τίω, if τείσομεν in Philic. l.c. is an error; the pr. names beginning with Τεις- may all be derived fr. τίνω.)------------------------------------
См. также в других словарях:
Τίσα — (Tisza ουγγρικά, Τίσα ρωσικά, Tissa τσεχικά, σερβοκροατικά και ρουμανικά, Theis γερμανικά). Ποταμός της δουναβοκαρπαθικής Ευρώπης, αριστερός παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει στην Υπερκαρπαθία ή Υποκαρπαθική Ρουθηνία, στην Ουκρανία, από τη συμβολή … Dictionary of Greek
τῖσα — τίνω pay a price aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγραμματίζω — τισα, αλλάζω τη σειρά των γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης και σχηματίζω νέα λέξη ή φράση, π.χ. «νόμος» «μόνος», «αναγράφηκες» «ανάγκες, ραφή» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθεματίζω — τισα, ίστηκα, ισμένος 1. (εκκλησ.), αφορίζω κάποιον: Μερικές θρησκευτικές οργανώσεις ζητούσαν από την εκκλησία να αναθεματιστούν ορισμένοι συγγραφείς. 2. καταριέμαι: Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε με τέτοιους συνεταίρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
Άλφελντ — (Alföld, ουγγ. Nagy Alfοld). Χαμηλή πεδινή περιοχή της κεντρικής Ουγγαρίας, που περιλαμβάνει τις πεδιάδες μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα (γι’ αυτό λέγεται και ουγγρική Μεσοποταμία), τη λοφώδη περιοχή που εκτείνεται στα Δ από τον Δούναβη έως… … Dictionary of Greek
Κουμανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ουγγαρίας. Το 1238 κατέφυγαν στην περιοχή 40.000 οικογένειες Κουμάνων (βλ. λ. Κουμάνοι) για να αποφύγουν τον μογγολικό ζυγό. Η περιοχή διαιρείται σε δύο περιφέρειες: τη Μεγάλη Κ. (Νάγκι Κουν), στα Α του Τίσα, και… … Dictionary of Greek
Βανάτο — I (Banato). Ιστορική περιοχή της Δουναβοκαρπαθικής Ευρώπης, η οποία με τη συνθήκη του Τριανόν (1920) διαμοιράστηκε μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας. Είναι σχεδόν ολόκληρο πεδινό, εκτός από το ανατολικό τμήμα όπου υψώνονται οι… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Δούναβης — (γερμ. Donau, σλοβακ. Dunaj, ουγγρ. Duna, σερβοκροατ. και βουλγ. Dunav, ρουμ. Dunarea, ουκρ. Dunay· ο Ίστρος των αρχαίων Ελλήνων). Ποταμός (2.840 χλμ.) της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι ο δεύτερος σε μήκος της ηπείρου, μετά τον… … Dictionary of Greek