-
1 τῑμο-κρατικός
τῑμο-κρατικός, ή, όν, zu einer τιμοκρατία gehörig, Plat. Rep. VIII, 549 b; ἡ τ. πολιτεία, Arist. eth. 8, 10.
-
2 τιμοκρατικός
II ἡ τ. πολιτεία, = τιμοκρατία 11, Arist.EN 1160a34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμοκρατικός
-
3 τῑμοκρατικός
τῑμο-κρατικός, ή, όν, zu einer τιμοκρατία gehörig
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий