-
1 τιμοκρατια
ἥ тимократия1) государство, власть в котором принадлежит наиболее уважаемым гражданам Plat.2) государство, в котором власть принадлежит гражданам с высоким имущественным цензом Arst. -
2 τιμοκρατία
τῑμοκρατίᾱ, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem nom /voc /acc dualτῑμοκρατίᾱ, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τῑμοκρατίαι, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem nom /voc plτῑμοκρατίᾱͅ, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 τιμοκρατίᾳ
Βλ. λ. τιμοκρατία -
4 τιμοκρατία
η полит, тимократия -
5 τιμοκρατία
τῑμο-κρᾰτία, ἡ,A state in which the love of honour is the ruling principle, expld. by Pl. as ἡ φιλότιμος πολιτεία. R. 545b; cf. τιμαρχία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμοκρατία
-
6 τῑμοκρατία
τῑμο-κρατία, ἡ, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; ein Staat, in welchem die Ämter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census verteilt werden -
7 τιμαρχια
-
8 τιμοκρατίας
τῑμοκρατίᾱς, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem acc plτῑμοκρατίᾱς, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 τιμοκρατικός
II ἡ τ. πολιτεία, = τιμοκρατία 11, Arist.EN 1160a34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμοκρατικός
-
10 τῑμ-αρχία
τῑμ-αρχία, ἡ, = τιμοκρατία, Plat. Rep. VIII, 545 b. – Sp. die Würde des römischen Censors, D. Cass. 52, 21.
-
11 τῑμο-κρατικός
τῑμο-κρατικός, ή, όν, zu einer τιμοκρατία gehörig, Plat. Rep. VIII, 549 b; ἡ τ. πολιτεία, Arist. eth. 8, 10.
-
12 τιμοκρατίαις
τῑμοκρατίαις, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem dat pl -
13 τιμοκρατίαν
τῑμοκρατίᾱν, τιμοκρατίαstate in which the love of honour is the ruling principle: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 τιμαρχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμαρχία
-
15 τῑμοκρατικός
τῑμο-κρατικός, ή, όν, zu einer τιμοκρατία gehörig -
16 Timocracy
subs.P. τιμοκρατία, (Plat.), τιμαρχία, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Timocracy
См. также в других словарях:
τιμοκρατία — τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc/acc dual τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατίᾳ — τῑμοκρατίαι , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc pl τῑμοκρατίᾱͅ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατία — η, ΝΑ πολιτικό σύστημα τής αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση αρχ. το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κρατία… … Dictionary of Greek
τιμοκρατία — η πολίτευμα όπου τα αξιώματα δίνονται ανάλογα με τις περιουσίες των πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμοκρατικός — ή, ό / τιμοκρκατικός, ή, όν, ΝΑ [τιμοκρατία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία 2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» η τιμοκρατία … Dictionary of Greek
τιμοκρατίας — τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem acc pl τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тимократия — Формы правления, политические режимы и системы Анархия Аристократия Бюрократия Геронтократия Демархия Демократия Имитационная демократия Либеральная демократия … Википедия
timocracia — (Del gr. time, dignidad + kratos, poder.) ► sustantivo femenino POLÍTICA Forma de gobierno en la que ejercen el poder los ciudadanos más ricos. * * * timocracia (del gr. «timokratía») f. *Gobierno ejercido por las personas que poseen bienes. * *… … Enciclopedia Universal
τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek