Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τιμοκρατία

См. также в других словарях:

  • τιμοκρατία — τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc/acc dual τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατίᾳ — τῑμοκρατίαι , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc pl τῑμοκρατίᾱͅ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμοκρατία — η, ΝΑ πολιτικό σύστημα τής αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση αρχ. το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κρατία… …   Dictionary of Greek

  • τιμοκρατία — η πολίτευμα όπου τα αξιώματα δίνονται ανάλογα με τις περιουσίες των πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμοκρατικός — ή, ό / τιμοκρκατικός, ή, όν, ΝΑ [τιμοκρατία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία 2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» η τιμοκρατία …   Dictionary of Greek

  • τιμοκρατίας — τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem acc pl τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тимократия — Формы правления, политические режимы и системы Анархия Аристократия Бюрократия Геронтократия Демархия Демократия Имитационная демократия Либеральная демократия …   Википедия

  • timocracia — (Del gr. time, dignidad + kratos, poder.) ► sustantivo femenino POLÍTICA Forma de gobierno en la que ejercen el poder los ciudadanos más ricos. * * * timocracia (del gr. «timokratía») f. *Gobierno ejercido por las personas que poseen bienes. * *… …   Enciclopedia Universal

  • τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»