-
41 χωράφια
χωρά̱φια, χωράφιονsmall farm: neut nom /voc /acc pl -
42 χωράφιον
χωρά̱φιον, χωράφιονsmall farm: neut nom /voc /acc sg -
43 χωρέων
χώραspace: fem gen pl (epic ionic)χωρέωto be fond of dwelling in: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
44 χώραιν
χώραspace: fem gen /dat dual -
45 χώραις
χώραspace: fem dat pl -
46 χώραισι
χώραspace: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
47 χώρην
χώραspace: fem acc sg (epic ionic) -
48 χώρης
χώραspace: fem gen sg (epic ionic)χωρέωto be fond of dwelling in: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
49 memleket
χώρα, κράτος, επικράτεια -
50 страна
страна ж η χώρα; дружественная \страна η φιλική χώρα* * *жη χώραдру́жественная страна́ — η φιλική χώρα
-
51 страна
-ы, πλθ. страны θ.η χώρα•горная страна ορεινή χώρα•
жаркие -ы οι θερμές χώρες•
-советов η χώρα των σοβιέτ•
-ы ближнего востока οι χώρες της Εγγύς Ανατολής•
-северные -ы οι βόρειες χώρες.
εκφρ.страна света – τό ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. -
52 χωρικός
A rustic, rural, Vett.Val.7.8;ἐργάται POxy.141.5
(vi A. D.), cf. Poll.9.13; in Egypt, λειτουργίαι χ., of services rendered in the χώρα, i.e. outside Alexandria (cf.χώρα 11.3
), OGI669.34 (i A. D.);χ. βιβλιοθήκη PFlor.46.1
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωρικός
-
53 Ἰουδαία
Ἰουδαία, ας, ἡ (יְהוּדָה; but the word is to be derived fr. Aram. יְהוּדַי; fr. the adj. Ἰουδαῖος with γῆ or χώρα supplied, as Philo, Leg. ad Gai. 281) ‘Judea’ (since Clearchus, the pupil of Aristotle: Fgm. 6 [ in Jos., C. Ap. 1, 179]; ins [Schürer II 1 n. 2]; PRyl 189, 5; LXX; Philo).① the southern part of Palestine in contrast to Samaria, Galilee, Perea and Idumea, Judea (s. Mk 3:7f; Ac 9:31; so LXX and oft. Joseph., Just. Also Strabo 16, 2, 34 w. Galil. and Samar.) Mt 2:1, 5, 22; 3:1; 4:25; 24:16; Mk 3:7; 13:14; Lk 1:65; 2:4; 3:1; 5:17; 6:17; 21:21; J 4:3, 47, 54; 7:1, 3; 11:7; Ac 1:8; 8:1; 9:31; 12:19; 15:1; 21:10; 28:21; Ro 15:31; 2 Cor 1:16; Gal 1:22; AcPl Ha 8, 29f=BMM verso 2. Metaph. of the inhabitants Mt 3:5 (Ἰ. χώρα Mk 1:5; see Ἰουδαῖος 1).—Buhl 64–75; HGuthe, RE IX 556–85; XXIII 713f (lit.); BHHW II 901; YAharoni, The Land of the Bible2 ’79; MStern, in CRINT I/1, 308–76.② Judea, broadly understood as the region occupied by the people of Israel, Judea =‘land of the Judeans (Jews)’, i.e. Palestine (Nicol. Dam. [I B.C.]: 90 Fgm. 96 Jac. [in Jos., Ant. 14, 9]; Diod S 40, 3, 2; Strabo 16, 2, 34; Memnon [I B.C. / I A.D.]: 434 Fgm. 1, 18, 9 Jac.; Ptolem. 5, 16, 1; cp. 15, 6–8 and Apotelesmatica 2, 3, 29 and 31. Cass. Dio 37, 16; 47, 28; Tacitus, Hist. 5, 9, 1; LXX; EpArist 4 and12; Philo, Leg. ad Gai. 200; Joseph.; Just., D. 32, 4.—On the NT: ELevesque, Vivre et Penser 3, ’43/44, 104–11 denies the wider use) Lk 1:5; 4:44 (v.l. Γαλιλαίας, s. the entry, end); 7:17; 23:5; Ac 10:37; 11:1, 29; 1 Th 2:14. πᾶσα ἡ χώρα τῆς Ἰ. the whole Judean (Jewish) country Ac 26:20. εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰ. πέραν τοῦ Ἰορδάνου into the Judean (Jewish) territory beyond the Jordan Mt 19:1; cp. Mk 10:1. On the mention of Judea Ac 2:9 cp. the variants and conjectures in Nestle; EvDobschütz, ZWT 45, 1902, 407–10; Harnack, AG 1908, 65f; SKrauss, ZDPV 33, 1910, 225; OLagercrantz, Eranos 10, 1910, 58–60; LKöhler, ET 22, 1911, 230f. Also BZ 1, 1903, 219; 7, 1909, 219; 9, 1911, 218; ZNW 9, 1908, 253f; 255f; Haenchen ad loc.; TRE XXV 591–96.—OEANE III 253–57. M-M. EDNT. TW. -
54 chora
chōra, ae, f. (χώρα), der Distrikt, inferior, Corp. inscr. Lat. 5, 7870. – dah. Chōra, ae, f. (Χώρα), ein Distrikt Unterägyptens bei Alexandrien, Plin. 13, 42; vgl. Plin. 6, 212.
-
55 αὐτ-άρκης
αὐτ-άρκης, αὔταρκες, sich selbst genügend, der keines Anderen, keine Unterstützung bedarf, αὐτάρκης καὶ τελεώτατος ϑεός Plat. Tim. 68 e; αὐτὸς αὑτῷ αὐτ. Rep. III, 387 d; Ggstz πολλῶν ἐνδεής II, 369 b; vgl. Tim. 33 d; εἴς τι Polit. 271 d, wie Thuc. 2, 36; πρὸς εὐδαιμονίαν Plat. Def. 413 e; πρὸς πᾶσαν περίστασιν Pol. 3, 31; τὸ αὔτ. = αὐτάρκεια Arist. Nic. Eth. 1, 7, 6; vgl. Aesch. Ch. 746; χώρα, den nöthigen Unterhalt darreichend, Isocr. 4. 42; χώρα αὐτ. ταῖς πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευαῖς Pol. 5, 55; ϑέσις αὐτ., eine Lage, die den Staat unabhängig macht, Thuc. 1, 37; σῶμα, vollkommen, stark, Her. 1, 32; βοά Soph. O. C. 1060; αὐτάρκεις κτήσασϑαι Xen. Cyr. 4, 3, 4. – Adv. αὐταρκέστατα ζῆν, ganz zufrieden leben, Xen. Mem. 1, 2, 14.
-
56 ἀ-πόρθητος
ἀ-πόρθητος, unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορϑήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρϑητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.
-
57 ἀ-στιβής
ἀ-στιβής, ές, unbetreten, χέρσος Ἀπόλλωνι Aesch. Spt. 841; ἄλσος Soph. O. C. 126; χώρα Ai. 642; χώρα ἀστιβεστάτη Xen. Mem. 3, 8, 10; χωρίον Her. vit. Hom. 21; Arr. 5. 11. 1.
-
58 ανιστημι
(fut. ἀναστήσω - эп. ἀνστήσω, aor. 1 ἀνέστησα - эп. ἄνστησα) тж. med. с aor. 2, pf. и ppf. act.1) поднимать, помогать или велеть встать(τινὰ χειρός Hom.; ἐξ ἕδρας Soph.; ἐκ τῆς κλίνης Plat.; ἄροτρον ἀνίστησι βώλους Plut.)
ὀρθόν τινα ἀ. Xen. — ставить кого-л. на ноги;ἀ. τινὰ ἔνερθεν ὄντα Soph. — поднимать падшего;ἀκούσας ἀνίστησι αὐτόν Thuc. — выслушав (просящего), он велел ему встать;ἀ. τινὰ ἐπὴ τὸ βῆμα Plut. — приглашать кого-л. на трибуну, давать кому-л. слово;med. — подниматься, вставать (πάντες ἀνέσταν Hom.):ἀναστὰς εἶπε Eur. — поднявшись, он сказал;ἀνίστατο εἰς οἴκημα Plat. — он встал и вошел в помещение;ἀναστῆναι ἐκ τῆς νόσου Her., Plat.; — оправляться от болезни, выздоравливать;ἀναστάντες Thuc. — выздоровевшие2) поднимать от сна, будить(τινά Hom.)
ἀ. τινὰ εἰς ἐκκλησίαν Arph. — будить кого-л. к собранию;med. — просыпаться, вставать (ἐξ εὐνῆς Hom.):κατακοιμηθέντες οὐκέτι ἀνέστησαν Her. — заснув, они больше не вставали3) пробуждать, воскрешать(λόγοισι τὸν θανόντα Aesch.; δεινέν νόσον Soph.)
; med. воскресатьἀνεστηκὼς παρὰ τῶν πλειόνων Arph. — привидение, явившееся с того света4) восстанавливать, отстраивать(τείχη Dem.; θεῶν τιμάς Eur.; Μακεδονίαν εἰς τὸ παλαιὸν ἀξίωμα Plut.)
πρὸς τὸ ἀνασταθῆναι τι τῶν κατεφθαρμένων Polyb. — для восстановления чего-л. из разрушенного5) (тж. med. в aor. 1) воздвигать, возводить, сооружать(στήλην Her.; πόλιν Her., Plut.; πύργον Xen.; τρόπαιον Plat., Plut.)
ἀναστῆσαί τινα χαλκοῦν Plut. — воздвигнуть кому-л. медную статую6) выставлять, собирать (для войны)(στρατόν Thuc.)
τοὺς άναστήσας ἄγεν Hom. — он собрал их и привел;πρόμον ἀ. τινί Hom. — выставить единоборца против кого-л.;ἀναστῆσαί τινα ἐπὴ τήν κατηγορίαν τινός Plut. — выдвинуть кого-л. в качестве чьего-л. обвинителя;ἀναστήσασθαί τινα μάρτυρα Plat. — выставлять кого-л. в качестве своего свидетеля7) выставлять на продажу или на показ(παρθένους Her.)
8) поднимать, призывать, подстрекать(τινά τινι Hom.; ἔθνη Παιονικά Thuc.)
9) охот. поднимать, вспугивать(τὰ θηρία Xen.)
10) перемещать, выселять, переселять(δῆμους Her.; Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Thuc.)
ἀ. τὸ στρατόπεδον Polyb. — снять лагерь, вывести войска;ἥ Ἑλλὰς οὐκέτι ἀνισταμένη Thuc. — Эллада, население которой перестало кочевать;χώρα ἀνασταθεῖσα Dem. — страна, население которой выселено11) распускать, закрывать(τέν ἐκκλησίαν Xen.)
ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δικαστήριον Dem. — после закрытия судебного заседания12) отзывать, отвлекать(τινὰ ἔκ и ἄπό τινος Dem.; πραγματα νεώτερα ἀνίστησι τινα Plut.)
13) изгонять, разгонять(τινάς Hom.; πολεμίους Plut.)
14) med. возникать, рождагься(ὅ ποταμὸς ἐκ τῶν ὀρῶν ἀνιστάμενος Plut.)
15) med. подвергаться разорению или разрушению(χώρα ἀνεστηκυῖα Her.; πόλις ἀνέστηκεν δορί Eur.)
16) начинать, предпринимать(πόλεμον ἐπί τινα Plut.)
-
59 Τεγεατις
-
60 χωρη
См. также в других словарях:
χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου … Dictionary of Greek
Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek