-
1 χλωρ-αύχην
χλωρ-αύχην, ενος, ὁ, ἡ, mit gelblicher od. blasser Kehle, Beiwort der Nachtigall, Simon. im E. Mp. 813, 8. Vgl. χλωρηΐς.
-
2 χλωρ(ι)άλη
η хим. хлорал -
3 χλωρ(ι)θφόρμιο(ν)
το см. χλωροφόρμιο[ν] -
4 χλωρ(ι)θφόρμιο(ν)
το см. χλωροφόρμιο[ν] -
5 χλωρ(ι)άλη
η хим. хлорал -
6 χλωρ(ι)θφόρμιο(ν)
το см. χλωροφόρμιο[ν] -
7 χλωρ(ι)θφόρμιο(ν)
το см. χλωροφόρμιο[ν] -
8 χλωράω
-
9 χλωράζω
A eat green provender, Gal.17(1).929.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωράζω
-
10 χλωραθέω
A gleam green (formed on the analogy of λευκαθέω), cj. in Theoc.25.158, IG14.1389 ii 24 (v. θέω (B): but these poets may have meant χλωρὰ θεούσῃ ([etym.] - αν), misunderstanding λευκαθεόντων in Hes.Sc. 146).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωραθέω
-
11 χλωραίνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωραίνομαι
-
12 χλωράκοπον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωράκοπον
-
13 χλώρασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλώρασμα
-
14 χλωραύχην
A fresh-throated, of the nightingale, Simon.73; with the bloom of youth on her neck, of Deïanira, B.5.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωραύχην
-
15 χλωρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρεύς
-
16 χλωρηΐς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρηΐς
-
17 χλωρίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρίασις
-
18 χλωριάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωριάω
-
19 χλωρίζω
A to be greenish or pale, LXXLe.13.49, 14.37;λίθος -ίζων Herm.
Trism. in Rev.Phil.32.258, cf. Aët.4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρίζω
-
20 χλωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)εξιδίνη — η, Ν (φαρμ.) αντισηπτικό με μικροβιοστατική ή μικροβιοκτόνα δράση, για ευρύ φάσμα θετικών αλλά και αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)με(θα)ζανόνη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο χρησιμοποιούμενο για τη χαλαρωτική του δράση σε περιπτώσεις επώδυνων μυϊκών συσπάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlormethazanone] … Dictionary of Greek
χλωροξικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωροξικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού οξικού οξέος, γνωστό και ως χλωρ(ο)αιθανονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroacetique < chloro (< χλωρ[ο] *) + acetique «οξικός»] … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] … Dictionary of Greek
κατρεύς — κατρεύς, έως, ὁ (Α) ινδικό παγώνι, περίφημο για την ομορφιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η κατάλ. εύς απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. εριθ εύς, χλωρ εύς)] … Dictionary of Greek
κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… … Dictionary of Greek
μιλτεύς — μιλτεύς, έως, o (Α) βαφέας που χρησιμοποιεί μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. εύς (πρβλ. χλωρ εύς)] … Dictionary of Greek