-
1 εὔθυνα
A setting straight, correction, chastisement, Pl.Prt. 326e (pl.); calling to account, POxy.1203.9 (i A.D.), etc.II esp. at Athens, public examination of the conduct of officials, held on the expiration of their term of office (dist. fr. λόγος 'rendering of accounts',οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω αὐτῆς Lys.24.26
;λόγον διδόντων τῶν χρημάτων.. καὶ εὐθύνας διδόντων IG12.91.27
), used in sg. by Ar.V. 571, Lys.10.27, al.;ἡ εὔ. βλάβη τις δικαία ἐστίν Arist.Rh. 1411b20
: more freq. in pl., IGl.c., Ar.Eq. 825 (anap.), etc.; πρεσβείας εὔθυναι an account of one's embassage, D.19.82; [τῆς στρατηγίας] ἔμ' ἀπαιτεῖς εὐθύνας Id.18.245
; opp.εὐθύνας διδόναι Ar. Pax 1187
, And.1.90;ὑποσχεῖν Lys.30.3
; κατηγορεῖν [τινος] εἰς τὰς εὐ. Antipho6.43; τὰς εὐ. κατηγορεῖν, ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἐλθεῖν, D.19.81, 2;εὔθυνάν τινι ἐμβαλέσθαι Arist.Ath.48.4
, cf. Decr.ib.39.6; εὐθύνας or εὔθυναν ὀφλεῖν to be convicted, or accused, of malversation, And. 1.73, Lys.10.27;κλοπῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; εὐθύνας ἀποφυγεῖν, διαφυγεῖν, to be acquitted thereof, Pl.Lg. 946d, 947e;τῆς εὐθύνης ἀπολύειν τινά Ar.V. 571
: metaph., τὰς εὐ. τὰς τοῦ βίου the accounts rendered of your life, Alex.262.8, cf. Ph.2.214, al. (On the accent see Hdn.Gr.1.257.37: the later form εὐθύνη, nom. pl. εὐθὺναι is sts. found in codd. of early writers, as Lys. 10.27, Pl.Prt. 326e, but shd. prob. be corrected.) -
2 ἀπολύω
Aἀπολελύσομαι X.Cyr. 6.2.37
:—loose from,ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od.21.46
; ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος the sides of the ship from the keel, ib.12.420; undo, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν ib.3.392;ἐπιδέσματα Hp. Fract.25
.2 set free, release, relieve from,ἀ. τινὰ τῆς φρουρῆς Hdt. 2.30
;τῆς ἐπιμελείας X.Cyr.8.3.47
;τῶν ἐκεῖ κακῶν Pl.R. 365a
; , cf. 67a; ἀ. τῆς μετρήσεως save them from the trouble of measuring, Arist.Pol. 1257a40:— [voice] Pass., to be set free, τῶν δεινῶν, φόβου, Th.1.70, 7.56, etc.b freq. in legal sense, ἀ. τῆς αἰτίης acquit of the charge, Hdt.9.88, X.An.6.6.15; opp. καταψηφίζω, Democr.262;τῆς εὐθύνης Ar.V. 571
: c. inf., ἀ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι acquit of being a thief, Hdt.2.174; soἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Th.1.95
, cf. 128: abs., acquit, Ar.V. 988, 1000, Lys.20.20, etc.II in Il. always, = ἀπολυτρόω, release on receipt of ransom, ;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν 24.115
, al.:—[voice] Med., set free by payment of ransom, ransom, redeem, at a price of..,Il.
22.50 (but [voice] Act. in Prose,ἀπολύειν πολλῶν χρημάτων X.HG4.8.21
).III discharge, disband an army,ἀ. οἴκαδε X.HG6.5.21
; generally, dismiss, discharge,ἐμὲ.. ἀπέλυσ' ἄδειπνον Ar.Ach. 1155
, cf. Bion 1.96.4 discharge or pay a debt, Pl.Cra. 417b; pay,ἀ. τὸν χαλκόν PTeb. 490
(i B. C.); pay off a mortgage, POxy.509.15.II ἀπολύεσθαι διαβολάς do away with, refute calumnies against one, Th.8.87, Pl.Ap. 37b, al.: abs., Arist.Rh. 1416b9.2 τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα, Th.5.75, D. 15.2, 18.4: c. gen.,τῶν εἰς Ἀριστόβουλον -σασθαι J.AJ15.3.5
.IV like [voice] Pass. (c. 11), depart, S.Ant. 1314; also, put off,πνεῦμα ἀ. AP9.276
(Crin.); butπνεῦμα μελῶν ἀπέλυε IG14.607e
([place name] Carales).C [voice] Pass., to be released, ἐλπίζων τοὺς υἱέας τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι from military service, Hdt.4.84, cf. X.Cyr.6.2.37; τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι to be freed from their rule, Th.2.8; ;τῆς ὑποψίας Antipho 2.4.3
; τῆς μιαρίας ib. 3.11: abs., to be acquitted, Th.6.29; to be absolved from,τῶν ἀδικημάτων Pl.Phd. 113d
.II of combatants, to be separated, part,οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Th.1.49
; generally, to be separated or detached, ἀλλήλων or ἀπ' ἀλλήλων, Arist.Metaph. 1031b3, Ph. 185a28;ἀ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας Id.GA 754b18
, al.; ἀπολελυμένος, abs., detached, αἰδοῖον, γλῶττα, ὄρχεις, Id.HA 500b2, 533a27, 535b2; τὴν γλῶτταν ἀ. having its tongue detached, Id.Fr. 319, al.; also, distinct, differentiated, Id.HA 497b22.2 depart, ἔθανες, ἀπελύθης, S.Ant. 1268 (lyr.), cf. Plb.6.58.4, al., LXX Nu.20.29, al.; cf. supr. B. IV.III of a child, to be brought forth, Hp.Superf.11, cf. 24, Arist.GA 745b11; of the mother, to be delivered, Hp.Epid.2.2.17.V ἀπολελυμένος, η, ον, absolute, esp. in Gramm., D.T. 636.15, A.D.Synt.97.20, al.: also, general, of meaning, Olymp.Alch. p.72B.VI of metres, irregular, without strophic responsion, Heph.Poëm.5. -
3 чувство
-а ουδ.1. η αίσθηση•органы чувст τα όργανα των αισθήσεων•
чувство обоняния η αίσθηση της όσφρησης•
чувство зрения η αίσθηση της όρασης•
чувство слуха η αίσθηση της ακοής•
чувство осязания η αίσθηση της αφής•
чувство вкуса η αίσθηση της γεύσης.
2. πλθ. чувства, чувств οι αισθήσεις•упасть без чувств πέφτω αναίσθητος•
лишиться чувств στερούμαι των αισθήσεων•
привести в чувство συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις•
прийти в чувство συνέρχομαι, σ.ναητώ τις αισθήσεις.
3. το αίσθημα•чувство боли το αίσθημα του πόνου•
чувство любви το αίσβτ\μα της αγάπης•
чувство гордости το αίαβτιΐια της υπερηφάνειας•
достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας•
долга το αίσθημα του καθήκοντος•
чувство ответственности το αίσθημα της ευθύνης•
чувство жалости το αίσθημα του οίκτου.
|| αγάπη, έρωτας.4. συναίσθημα. -
4 ευθυνα
εὔθυνα, εὐθύνηἥ (преимущ. pl. εὔθῡναι и εὐθῦναι)1) исправление, исправительное наказание(τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαί τινα Arph.)
καὴ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι Plat. — и имя этому наказанию, поскольку справедливость как бы выпрямляет, исправление2) (в Афинах, обязательный для должностных лиц по окончании ими срока службы) финансовый отчетный доклад, отчетεὐθύνας ( реже εὐθύνην) ἔχειν, ὑπέχειν Lys., Dem. или διδόναι Arph., Xen., Dem. — представлять, давать отчет, отчитываться;
εὐθύνας ἐγγράφειν Aeschin. — представлять письменный отчет;ἀπαιτεῖν τινα εὐθύνας τινός Dem. — требовать от кого-л. отчета в чем-л.;εὔθυναι τῆς πρεσβείας Dem. — отчет о результатах дипломатической миссии3) судебное преследование за должностные преступления (в связи с неудовлетворительным отчетом)(εὔθυναι τῶν ἀρχόντων Arst.)
τὰς εὐθύνας κατηγορεῖν или ἐπὴ τὰς εὐθύνας ἔρχεσθαι Dem. — объявлять отчет неудовлетворительным, т.е. обвинять в преступлениях по должности;εὐθύνας ὀφλεῖν Lys., Aeschin. — быть обвиняемым в должностных преступлениях; -
5 ευθυνη...
εὐθύνη...εὔθυνα, εὐθύνηἥ (преимущ. pl. εὔθῡναι и εὐθῦναι)1) исправление, исправительное наказание(τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαί τινα Arph.)
καὴ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι Plat. — и имя этому наказанию, поскольку справедливость как бы выпрямляет, исправление2) (в Афинах, обязательный для должностных лиц по окончании ими срока службы) финансовый отчетный доклад, отчетεὐθύνας ( реже εὐθύνην) ἔχειν, ὑπέχειν Lys., Dem. или διδόναι Arph., Xen., Dem. — представлять, давать отчет, отчитываться;
εὐθύνας ἐγγράφειν Aeschin. — представлять письменный отчет;ἀπαιτεῖν τινα εὐθύνας τινός Dem. — требовать от кого-л. отчета в чем-л.;εὔθυναι τῆς πρεσβείας Dem. — отчет о результатах дипломатической миссии3) судебное преследование за должностные преступления (в связи с неудовлетворительным отчетом)(εὔθυναι τῶν ἀρχόντων Arst.)
τὰς εὐθύνας κατηγορεῖν или ἐπὴ τὰς εὐθύνας ἔρχεσθαι Dem. — объявлять отчет неудовлетворительным, т.е. обвинять в преступлениях по должности;εὐθύνας ὀφλεῖν Lys., Aeschin. — быть обвиняемым в должностных преступлениях; -
6 συναίσθηση
[-ις (-εως)] η1) см. συναίσθημα 1; 2) (ο)сознание, понимание;συναίσθηση του καθήκοντος — сознание долга;
συναίσθηση της θέσεως μου — осознание своего положения;
δεν έχω συναίσθηση τού τί κάνω — я не сознаю, что я делаю;
έχω συναίσθηση τής ευθύνης — сознавать свою ответственность;
3) сознательность -
7 снять
сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, φτάνω•снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•
пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.
|| βγάζω, αφαιρώ•снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•
снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•
снять пальто βγάζω το πανωφόρι•
снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•
снять туфли βγάζω τα παπούτσια•
снять грим βγάζω το μακιγιάζ•
шкуру γδέρνω.
2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•
снять осаду λύνω την πολιορκία•
снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•
снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.
|| απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,
3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•снять урожай μαζεύω τη σοδειά•
снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.
4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-νεύω• παίρνω•снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.
5. διώχνω, κατεβάζω•снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.
6. απολύω, παύω• απομακρύνω•снять с работы απολύω από τη δουλειά.
7. αποσύρω•снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.
8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•снять копию βγάζω αντίγραφο•
фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.
9. τραβώ, φωτογραφίζω•снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•
снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.
10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•снять дачу νοικιάζω έπαυλη.
11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).εκφρ.голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•снять подряд на что – βλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.
2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.
4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.7. φωτογραφίζομαι.εκφρ.снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά. -
8 αποδύομαι
-
9 вменяемость
-и θ.επίγνωση της ευθύνης. -
10 вменяемый
επ., βρ: -няем, -а, -оσυνειδητός, που έχει συναίσθηση της ευθύνης -
11 выгородить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выгороженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. περικλείω, περιφράζω καλά•выгородить сад περιφράζω καλά τον δεντρόκηπο.
2. μτφ. (απλ.) απαλλάσσω της ευθύνης• βγάζω από δύσκολη κατάσταση• δικαιολογώ.(απλ.) αποφεύγω την ευθύνη, βγαίνω από δυσχερή θέση, γλυτώνω. -
12 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
-
13 ἐκλανθάνω
A escape notice utterly:—[voice] Med., forget utterly, c. gen. rei,ἐκ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
; τοῦδ' ἐκλανθάνει thou forgettest this entirely, S.OC 1005 ;ἐγλαθόμενος τῆς εὐθύνης POxy.1203.8
(i A.D.), cf. Ph.1.247, al.;ἐ. ὅτι.. Pl.Ax. 369e
.II causal in [tense] pres. [full] ἐκληθάνω, with [tense] aor. 1 ἐξέλησα, [dialect] Aeol. ἐξέλᾱσα (v. infr.): [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 ἐκλέλᾰθον:1 [voice] Act., make one quite forgetful of a thing, c.gen. rei,ἐκ δέ με πάντων ληθάνει ὅσσ' ἔπαθον Od.7.220
;ἔκ μ' ἔλᾱσας ἀλγέων Alc.95
: c. acc. rei, ἐκλέλαθον κιθαριστύν made him quite forget his harping, Il.2.600 : abs., Ἀΐδας ὁ ἐκλελάθων (redupl. [tense] pres.) Theoc. 1.63.2 [voice] Med. and [voice] Pass., forget utterly,ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι Il.6.285
;ἀικῆς ἐξελάθοντο 16.602
; : c. inf.,ἐκλάθετο..καταβῆναι Od.10.557
;λελάθοντο.., οὐ μὰν ἐκλελάθοντ' Sapph.93
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλανθάνω
-
14 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
15 εὔθῡνα
εὔθῡνα, ἡ, od. εὐϑύνη, Lys. 10, 27. 25, 30 (vgl. Arist. rhet. 3, 10), εὔϑυναν 11, 9, häufiger im plur. εὔϑυναι od. εὐϑῠναι, für erstere Betonung Theognost. Cram. An. 2 p. 106 u. die besseren mss., vgl. Schäs. appar. Dem. I, p. 229 ( εὐϑύνω); das richterliche Untersuchen, Prüfen, die Rechenschaft, die Jeder, der ein öffentliches Amt in Athen verwaltet hatte, innerhalb einer gewissen Zeit nach Niederlegung desselben ablegen mußte; αἱ εὔϑυναι τῶν ἀρχόντων Plat. Legg. XII, 945 d; oft bei den Rednern, τῆς στρατηγίας τινὰ ἀπαιτεῖν εὐϑύνας Dem. 18, 245; ἐν ταῖς εὐϑύναις κλοπῆς ἁλῶναι, bei der Prüfung der Rechenschaftsablegung des Betruges schuldig befunden werden, 24, 112; τὰ ὑπὲρ τούτων εὐϑύνας δικάζειν, über eine solche Rechenschaftsablegung entscheiden, 19, 132; ὑπέχειν, Rechenschaft ablegen, πρὶν τοῦτον ἀπαλλαγῆναι τῆς ἀρχῆς καὶ τῶν πεπραγμένων εὐϑύνας ὑποσχεῖν Lys. 30, 3; bei Dem. 19, 182 dem δίκην ὑπέχειν entsprechend; gew. εὐϑύνας διδόναι, 19, 2, was nachher λόγον δοῠναι τῶν πεπραγμένων heißt; Aesch. 2, 178; vgl. Ar. Pax 1187; Xen. Hell. 7, 4, 34; auch λόγον καὶ εὐϑύνας ἐγγράφειν πρὸς τὸν γραμματέα καὶ τοὺς λογιστάς, schriftliche Rechnung ablegen, Aesch. 3, 15; ἀποφυγεῖν τὰς εὐϑύνας, freigesprochen werden, wenn die Rechenschaft für zureichend erkannt wird, Plat. Legg. XII, 946 d; διαφυγεῖν 947 e; – κατηγορεῖν τὰς εὐϑύνας, auf Rechenschaftsablegung klagen, Dem. 19, 81; ἐπὶ τὰς εὐϑύνας ἔρχεσϑαι 19, 2. Uebh. Anklage, ἐν εὐϑύναις ἔστω τῶν κατηγορημάτων μεγίστων Plat. Legg. XI, 881 e; – εὐϑύνας ὀφείλειν, ὄφλειν, im Fall der Verurtheilung die Buße zahlen, schulden, Andoc. 1, 73; Lys. 10, 27; κλοπ ῆς ἕνεκα τὰς εὐϑύνας ὠφληκώς Aesch. 3, 10; dah. übh. Züchtigung, wie es Plat. Prot. 326 e erkl., ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ ὡς εὐϑυνούσης τῆς δίκης εὔϑ υναι, Arist. rhet. 3, 10 ἡ εὔϑυνα βλάβη τις δικαία ἐστίν; so ist εὐϑύνης ἀπολύειν τινά Ar. Vesp. 571 zu nehmen, auch Sp. Vgl. übrigens Böckh's Staatsh. I S. 203 Meier u. Schömann att. Proceß S. 323 ff.
-
16 αίσθημα
τό1) физиол, чувство, ощущение;αίσθημα του ψύχους — ощущение холода;
αίσθημα πόνου — чувство боли;
τό αίσθημα της ακοής — слух;
2) чувство, душевное состояние;αίσθημα χαράς (λύπης, φόβου) — чувство радости (горести, страха);
3) чувство, сознание;αίσθημα ευθύνης (περηφάνειας) — чувство ответственности (гордости);
τό αίσθημα της αξιοπρέπειας — чувство собственного достоинства;
4) чувство, любовь;μεταξύ τους ανεπτύχθη αίσθημα — они полюбили друг друга;
§ άνθρωπος με αισθήματα человек с душой -
17 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
18 συναίσθημα
τό1) чувство, (ο)сознание;συναίσθημα ευθύνης — чувство ответственности;
πατριωτικό (θρησκευτικό) συναίσθημα — патриотическое (религиозное) чувство;
έχω το συναίσθημα πώς είμαι ασφαλής — я чувствую себя в полной безопасности;
2) чувство, ощущение;συναίσθημα χαράς (λύπης, μίσους) — чувство радости (печали, ненависти);
τό συναίσθημα της δυστυχίας — чувство горя;
καλαισθητικό συναίσθημα — чувство прекрасного;
3) чувство, эмоция, переживание;είναι όλος συναίσθημα — он очень эмоционален;
με παίρνει το συναίσθημα — поддаваться чувствам, эмоциям
См. также в других словарях:
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Βικτόρια — I (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901).Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (1837 1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876 1901). Κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ, τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… … Dictionary of Greek
παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… … Dictionary of Greek