-
1 ταχυμάχης
A quick to the fray, Hsch. s.v. ὠκυβόας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυμάχης
-
2 ἥκω
Aἡξῶ Theoc.4.47
, Call.Fr.1.65 P. (in [dialect] Dor. and Hom. more commonly ἵκω): all other tenses late; [tense] aor. 1 part.ἥξας Paus.2.11.5
, Gal.6.56, 10.609: [tense] pf.ἧκα Philostr.VA3.24
, Scymn.62, [ per.] 1pl. (ii B.C.), CIG4762 (Egypt, i A.D.), [dialect] Dor. ἥκαμες f.l. in Plu.2.225b, [ per.] 2pl.ἥκατε PGrenf.2.36.18
(i B.C.), [ per.] 3pl. , Ev.Marc.8.3; inf. (ii B.C.): [tense] plpf.ἥκεσαν J.AJ19.1.14
: —[voice] Med., [tense] pres. subj.ἥκηται Aret.SD2.1
: [tense] fut. ἥξομαι v.l. in M.Ant. 2.4:—to have come, be present, prop. in a [tense] pf. sense, with [tense] impf. ἧκον as [tense] plpf., I had come, and [tense] fut. ἥξω as [tense] fut. [tense] pf., I shall have come,μάλα τηλόθεν ἥκω Il.5.478
, cf. Od.13.325, Pi.O.4.12 ( ἵκω codd. vett.): [tense] impf. , Th.1.91, al., Pl.R. 327c, Hdt.8.50, etc.: [tense] fut. , al., E.Andr. 738, Ar. Pax 265, Orac. ap. Th.2.54, etc.; ἧκε imper., S.Aj. 1116, Ar. Pax 275, X.Cyr.4.5.25; :—Constr. mostly with εἰς, Hdt.8.50, A.Ch.3, etc.;παρά τινα Hdt.7.157
, Th.1.137; ;πρὸς δαίμονα S.Fr. 770
; esp. in worship, (Egypt, i B.C.), cf. Ev.Jo.6.37;πρὸς πόλιν S.OC 734
; ἐπί τινα to set upon, attack, Pl.R. 336b, Aeschin. 2.178; but ἥ. ἐπὶ τὸ στράτευμα to have come to fetch the army, X. An.7.6.2;οἱ ἐπὶ ταῦθ' ἥκοντες D.18.28
;ἐπ' ὀλέθρῳ E.IA 886
(troch.);περὶ σπονδῶν X.An.2.3.4
: c. acc.,ἥξεις ποταμόν A.Pr. 717
, cf. 724, 730;ἥ. δῆμον τὸν Λυρκείου S.Fr.271.6
, cf. E.Ba.1;ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι X.Cyr.5.3.26
; ἐς ταὐτὸν ἥ. to have come to the same point, to agree, E.Hec. 748, Hipp. 273: with Adv. of motion, ἥ. ἐνθάδε, δεῦρο, S.Ph. 377, D.19.58; : c. neut. Pron.,αὐτὰ ταῦτα ἥκω παρά σε Pl.Prt. 310e
; ἐρωτώμενοι ὅ τι ἥκοιεν for what they had come, X.HG4.5.9: c. acc. cogn.,ὁδὸν μακρὰν ἥκειν Id.Cyr.5.5.42
: c.inf., μανθάνειν γὰρ ἥκομεν we are here to learn, S. OC12.2 to have reached a point, ἐς τοσήνδ' ὕβριν ib. 1030;εἰς τοῦτο ἀμαθίας E.Andr. 170
;εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας Pl.Ap. 25e
;εἰς ὅσον ἡλικίας Id.Chrm. 157d
, etc.;πρὸς γάμων ἀκμάς S.OT 1492
; ὁρᾷς ἵν' ἥκεις; ib. 687, etc.; Geom., pass through a point,διὰ τῶν πόλων Autol.Sph.10
, cf. Archim.Con.Sph.9.c with an Adv. folld. by gen.,οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
; εὖ ἥκειν τινός to be well off for a thing, have plenty of it, τοῦ βίου, χρημάτων, Hdt.1.30, 5.62;ἑωυτῶν Id.1.102
;θεῶν χρηστῶν Id.8.111
; πιθανότητος Demetr.Magn. ap.D.H.Din.1; οὐκ ὁμοίως ἥ. τινός not to be equally well off in respect of.., Hdt.1.149; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; how have we sped in the contest? E.El. 751; ὧδε γένους ἥ. τινί to be this degree of kin to him, Id.Heracl. 213;ὡς δυνάμεως ἥκεις Paus.4.21.10
;ἐς μῆκος εὖ ἥκων Ael.NA4.34
: abs., εὖ ἥκειν to be flourishing, Hdt.1.30: rarely c. gen. only, σὺ δὲ δυνάμιος ἥκεις μεγάλης thou art in great power, Id.7.157 (nisi leg. μεγάλως).3 to have come back, returned, D.20.73; from exile, And.2.13; αὐτίκα ἥξω I shall be back in a moment, X.An.2.1.9; ἧκέ νυν ταχύ come back soon, Ar. Pax 275;ἄψορρον ἥξεις A.Pr. 1021
;ἄψορρον ἥξομεν πάλιν S.El.53
.4 c. part., ἥκω φέρων I have come bringing (i.e. with), Id.OC 579, cf. 357, Ar. Pax 265, Eup.22 D., Pl.Grg. 518d; ;ἕτερόν τι ἥκεις ἕχων Id.Grg. 491c
, etc.: c. [tense] fut. part., like ἔρχομαι, ἥκω φράσων, ἀγγελῶν, etc., I am going, I intend to say, E.Ph. 706, 1075, etc.5 to have come to be,θεοῖς ἔχθιστος ἥκω S.OT 1519
(troch.), cf.Aj. 636(lyr.), El. 1201, etc.; take one's origin,ἀπὸ πολιτειῶν τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷς.. Th.4.126
.II of things, in various uses: of meats, to have come to table, Alex.132;ὡς τὰ περιφερόμενα ἧκε πρὸς ἡμᾶς X.Cyr.2.2.3
; of reports,ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος Hdt.8.140
.ά, cf. S.OC 1177; of events,πῆμα ἥκει τινί A.Pr. 103
, cf. Ar.Ra. 606, etc.; ; ἵν' ἥκειτὰ μαντ εύματα what they have come to, Id.OT 953; ὡς αὐτὸν ἥξοι μοῖρα ib. 713 codd.; ἥξει πόλεμος Orac. ap. Th.2.54;ἐς αὐτὸν ἥξει τὸ δεινόν Id.6.77
; of Time, ἥκει ἦμαρ, νύξ, A.Ag. 1301, E.IT42;ἥκει ὑμῖν ὁ καιρός Lys.12.79
;τὸ μέλλον ἥξει A.Ag. 1240
.2 concern, relate to, ποῖ λόγος ἥκει; to what do the words relate? E.Tr. 154 (lyr.);εἰς ἔμ' ἥκει.. τὰ πράγματα Ar.Pl. 919
; εἰς ἐμὲ τὸ ἐλλεῖπον ἥξει will fall upon me, X.Cyr.1.5.13: freq. in part., ; τὰ εἰς πλοῦτον ἥ. Pl.Erx. 392d; τὰ πρὸς ἔπαινον, εἰς φιλανθρωπίαν ἥ., Plb.12.15.9,28.17.2, etc.4 c. inf., ἧκέ μοι γένει.. πενθεῖν it has come to me by birth.., my birth lays it on me.., S.OC 738, cf. Ichn.356; καλῶς αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου it being well for them at their age to die, E.Alc. 291.5 c. part., ὃ καὶ νῦν ἥκει γινόμενον which commonly happens even now, Plb.24.9.11 codd. (v.l. γενόμενον). (Prob. from same root as ἵκω.)
См. также в других словарях:
ταχυμάχης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο επιρρεπής σε διαμάχη, σε φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μάχης (< μάχη), πρβλ. εὐθυ μάχης] … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
ταχύπλοος — η, ο / ταχύπλοος, οον, ΝΑ, και συνηρ. τ. ταχύπλους, ουν, Α αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα νεοελλ. φρ. «ταχύπλοο μάχης» ναυτ. μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek