-
1 τάχος
A swiftness, speed, ἵπποισι.., οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τ. Il.23.406, cf. 515;τ. καὶ βραδυτής Pl.Tht. 156c
, Arist. Ph. 228b29, etc.: pl., velocities, Pl.Ti. 39d, Lg. 893d.2 τ. φρενῶν quickness of temper, hastiness, E.Ba. 670;ὁ χρόνος μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους.. δίδωσι Id.Supp. 419
; f.l. in Pl.Lg. 944c; τ. τῆς ψυχῆς quickness of apprehension, ib. 689c.II τάχος is freq. used in Adverbial phrases for ταχέως, abs. in acc., A.Th.58, Ag. 945, Eu. 124, E.Rh. 986, HF 860 (troch.), etc.; also in dat., τάχει ὁμοίως with like velocities, Pl.Ti. 36d: with Preps.,διὰ τάχους S.Aj. 822
, Th.1.63, etc.;ἐν τάχει Pi.N.5.35
, A.Pr. 747, S.OC 500, Th.1.86, PCair.Zen.62 (b).10 (iii B.C.), etc.;εἰς τάχος X.Eq.3.5
, Ar.Ach. 686, etc.;κατὰ τάχος Hdt.1.124
, 152, Th.1.73; κατὰ τὸ τ. PCair.Zen.130.11 (iii B.C.); τὸ τ. (without κατὰ) ib. 158.2, 166.4, 428.15, PHib.1.62.13 (all iii B.C.). etc.;μετὰ τάχους Pl.Prt. 332b
; μετὰ παντὸς τ. with all speed, POxy.2107.4 (iii A.D.); , OC 885 (lyr.), 904: also with relatives, ὡς τάχος, = ὡς τάχιστα, A.Ag. 27, Ch. 889, Hdt.5.106, Ar.Lys. 1187; soὅ τι τάχος Hdt.9.7
.β, Th. 7.42, PCair.Zen.60.8 (iii B.C.);ὅσον τάχος S.El. 1373
, etc.; ᾗ ([dialect] Dor. ᾇ)τάχος Pi.O.6.23
, Theoc.14.68: alsoὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Hdt. 8.107
, cf. Th.2.90;ὡς εἶχον τάχους Id.7.2
;πῶς πρὸς ἄλληλα τάχους ἔχει Pl.Grg. 451c
. -
2 τάχος
1 speedδελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
ζεῦξονἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾆ τάχος O. 6.23
“ ὡς τάχος ὀτρύνει με” P. 4.164 ἐν τάχει with all speed N. 5.35 -
3 τάχος
τάχος, ους, τό (Hom. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 7:3 D; Just., D. 68, 3)① a very brief period of time, with focus on speed of an activity or event, speed, quickness, swiftness, haste, μετὰ τάχους with speed (Pla., Prot. 332b, Leg. 944c; POxy 2107, 4 [III A.D.]) MPol 13:1.—ἐν τάχει (Pind., Aeschyl. et al.; Galen, CMG V/9/2 p. 25, 25 al.; ins, pap, LXX; Jos., Ant. 6, 163; 17, 83) quickly, at once, without delay Ac 10:33 D; 12:7; 17:15 D; 22:18; 1 Cl 48:1; 63:4.—τάχει (Tetrast. Iamb. 2, 6, 1 p. 287; SibOr 1, 205; in Plut., Caes. 717 [20, 4], Lys. 438 [11, 2] w. the addition of πολλῷ, παντί; cp. Just., D. 68, 3 σὺν τάχει) quickly Rv 2:5 v.l. (s. Tdf.).—τὸ τάχος as acc. of specification, adverbially (very) quickly, without delay (PHib 62, 13; PPetr II, 9, 2, 9; PSI 326, 12; 495, 17; 18 [all III B.C.]; LXX; Jos., Ant. 13, 8. Without the art. as early as Aeschyl.) 1 Cl 53:2; B 4:8; 14:3 (w. all three cp. Ex 32:7).② pert. to a relatively brief time subsequent to another point of time, ἐν τάχει as adverbial unit soon, in a short time Lk 18:8; Ro 16:20; 1 Ti 3:14; Rv 1:1; 22:6; 1 Cl 65:1; shortly Ac 25:4. Cp. ταχύς 2.—DELG s.v. ταχύς. M-M. -
4 τάχος
τάχοςswiftness: neut nom /voc /acc sg -
5 τάχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τάχος
-
6 τάχος
-ους + τό N 3 8-10-2-5-10=35 Ex 32,7; Nm 17,11; Dt 7,4.22; 9,12ἐν τάχει in speed, speedily, swiftly Dt 11,17; διὰ τάχους id. Ps 6,11; ἕως τάχους id. Ps 147,4(15); τῷ τάχει id. 1 Chr 12,9*Ez 29,5 ἐν τάχει quickly-במהרה for MT המדברה into the wildernessCf. DORIVAL 1994, 358; LARCHER 1985, 1014-1015 -
7 τάχει
τάχοςswiftness: neut nom /voc /acc dual (attic epic)τάχεϊ, τάχοςswiftness: neut dat sg (epic ionic)τάχοςswiftness: neut dat sg -
8 τάχη
τάχοςswiftness: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τάχοςswiftness: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
9 ταχέεσσι
τάχοςswiftness: neut dat pl (epic)ταχύςswift: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
10 ταχέεσσιν
τάχοςswiftness: neut dat pl (epic)ταχύςswift: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
11 ταχέοιν
τάχοςswiftness: neut gen /dat dual (epic doric ionic aeolic)ταχύςswift: masc /neut gen /dat dual (epic doric ionic aeolic) -
12 ταχέων
τάχοςswiftness: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)ταχύςswift: masc /neut gen pl (epic doric ionic aeolic)ταχέω̆ν, ταχύςswift: masc /neut gen pl -
13 ταχίων
τάχοςswiftness: neut gen pl (doric)ταχύςswift: masc /neut gen pl (doric)ταχί̱ων, ταχύςswift: masc /fem nom comp sg -
14 τάχεα
τάχοςswiftness: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
15 τάχεος
τάχοςswiftness: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
16 τάχεσι
τάχοςswiftness: neut dat pl -
17 τάχεσιν
τάχοςswiftness: neut dat pl -
18 τάχους
τάχοςswiftness: neut gen sg (attic epic doric) -
19 κε
κε, (ν) = ἄν.1 in principal clauses.a c. aor. ind.ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.13
ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον P. 3.68
κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.76
τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε P. 4.47
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15
οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.25
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.90
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας N. 9.34
b c. impf. ind. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν I would wish P. 3.1c c. opt. aor., pres. τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.82
θάξαις δέ κε (byz.: καί codd.) O. 10.20ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69
καί κε μυθήσαιθ P. 4.298
ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών λτ;κενγτ; εὕροις ὁδόν (supp. Hermann: om. codd.) P. 10.29τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93
δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (Wil., Schr.: κεν τάχος δἰ ἅλμας ἴσον εἴποιμι codd.) N. 6.64φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι N. 7.87
ἐν τίν κ' ἐθέλοι N. 7.90
ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” N. 10.87καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις I. 5.48
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν ἀκόναν I. 6.72
“ λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.45 “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν Pae. 4.50
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2.2 in subordinate constructions.a c. inf. [I representing original Homeric fut. + κε, cf. Goodwin, M & T, § 208, K-G, 1. 241. εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἕτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείξειν (v. l. κλείζειν: κεν om. codd. nonnulli: τε coni. Schr.) O. 1.109]II representing opt. +κε. εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111
[ <κεγτ; λαθέμεν (coni. Turyn.) O. 1.64] cf. α. supra.III representing impf. + κε, iterative. φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (Wil.: κεν codd.) P. 7.20b in rel. clause.I c. subj. “γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶτα” P. 4.51II c. opt.ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
c dub. [ εἰ γάρ τις ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν coni. Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) P. 4.264]d frag. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
-
20 ὡς
ὡςa in comparisons,I =ὥσπερ Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.18
Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1.. προβάτων ἐκ πάντων κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ, θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 2.* cf. ὥς b.II ὡς εἰ, c. ind.φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
, v. ὥσει.d ἢ ὡς (= ἢ ὤστε) εὑρήσεις ἐρευνῶν μᾶσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (“als du blicken kannst,” Dornseiff) O. 13.113 οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (at potius ad O. 1.81 referendum, nott. Snell) ?fr. 342.b epexeg.I c. ind., how δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὤς τ' κοιτάξατο ὥς τέ οἱ παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (bis) O. 13.75—6. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὡς (Hermann: ὥς τ codd.) οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (anacoluthon!) N. 1.35—7.αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς N. 5.30
cf. P. 9.98II c. ἄν + opt. (v. Goodwin, M & T, 329̆{2}) μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶνφίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
c final,I c. subj.ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
II c. opt.πέφνε δ' Εὔρυτον, ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.28
χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον ἱερὰν νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν P. 4.7
d causal, = ἐπεί c. ind.δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
e temporal, after c. ind.ὡς δ' ἄφαντος ἔπελες οὐδὲ φῶτες ἄγαγον, ἔννεπε κρυφᾷ τις O. 1.46
f in phrases,I ὡς τάχος, with all speed “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν” P. 4.164II c. superl. adv. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible N. 9.29III c. adj., restrictive ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν ( ἕκαστα v. l.: according to their individual wishes, Burton) P. 9.98
См. также в других словарях:
τάχος — swiftness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάχος — το, ΝΜΑ [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα 2. φρ. α) «εν τάχει» (λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα β) «όσον τάχος» (λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αρχ. 1. (στη δοτ.) τάχει ταχέως 2. (στην αιτ.) τάχος ταχέως 3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς… … Dictionary of Greek
τάχει — τάχος swiftness neut nom/voc/acc dual (attic epic) τάχεϊ , τάχος swiftness neut dat sg (epic ionic) τάχος swiftness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάχη — τάχος swiftness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τάχος swiftness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχέεσσι — τάχος swiftness neut dat pl (epic) ταχύς swift masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχέεσσιν — τάχος swiftness neut dat pl (epic) ταχύς swift masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχέοιν — τάχος swiftness neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) ταχύς swift masc/neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχέων — τάχος swiftness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταχύς swift masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταχέω̆ν , ταχύς swift masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχίων — τάχος swiftness neut gen pl (doric) ταχύς swift masc/neut gen pl (doric) ταχί̱ων , ταχύς swift masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχῶν — τάχος swiftness neut gen pl (attic epic doric) ταχύς swift masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάχεα — τάχος swiftness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)