-
1 ταριχευτος
-
2 ταρῑχευτός
ταρῑχευτός, adj. verb. von ταριχεύω, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.
-
3 ταριχευτός
ταριχευτόςsalted: masc nom sg -
4 ταρῑχευτός
ταρῑχευτός, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamiert -
5 ταριχευτός
η, ό[ν]1) бальзамированный; 2) маринованный; засоленный, солёный -
6 ταριχευτός
[тарихэфтос] επ бальзамированный. -
7 ταριχευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχευτός
-
8 ἀ-ταρίχευτος
ἀ-ταρίχευτος, nicht eingepökelt, frisch, Arist. probl. 20, 31.
-
9 ταριχευτόν
ταριχευτόςsalted: masc acc sgταριχευτόςsalted: neut nom /voc /acc sg -
10 ταριχευτούς
ταριχευτόςsalted: masc acc pl -
11 ταριχευτά
ταρῑχευτά̱, ταριχευτήςembalmer: masc nom /voc /acc dualταρῑχευτά, ταριχευτήςembalmer: masc voc sgταρῑχευτά, ταριχευτήςembalmer: masc nom sg (epic)ταριχευτόςsalted: neut nom /voc /acc plταριχευτά̱, ταριχευτόςsalted: fem nom /voc /acc dualταριχευτά̱, ταριχευτόςsalted: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ταριχευτών
ταρῑχευτῶν, ταριχευτήςembalmer: masc gen plταριχευτόςsalted: fem gen plταριχευτόςsalted: masc /neut gen pl -
13 ταριχευτῶν
ταρῑχευτῶν, ταριχευτήςembalmer: masc gen plταριχευτόςsalted: fem gen plταριχευτόςsalted: masc /neut gen pl -
14 τάρῑχος [2]
τάρῑχος, = ταριχευτός, Ael. N. A. 13, 21.
-
15 ὑφ-άλμυρος
ὑφ-άλμυρος, etwas salzig, neben ταριχευτός Plut. Qu. nat. 3.
-
16 αταριχευτος
-
17 ταριχευμένος
η, ο см. ταριχευτός -
18 ταριχευτή
ταρῑχευτῇ, ταριχευτήςembalmer: masc dat sg (attic epic ionic)ταριχευτόςsalted: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 ταριχευτῇ
ταρῑχευτῇ, ταριχευτήςembalmer: masc dat sg (attic epic ionic)ταριχευτόςsalted: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 ταριχευταίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταριχευτός — salted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτός — ή, ό / ταριχευτός, ή, όν, ΝΜΑ [ταριχεύω] (για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός μσν. αρχ. αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.) … Dictionary of Greek
ταριχευτόν — ταριχευτός salted masc acc sg ταριχευτός salted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτοῖς — ταριχευτός salted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτούς — ταριχευτός salted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτά — ταρῑχευτά̱ , ταριχευτής embalmer masc nom/voc/acc dual ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc voc sg ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc nom sg (epic) ταριχευτός salted neut nom/voc/acc pl ταριχευτά̱ , ταριχευτός salted fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτῶν — ταρῑχευτῶν , ταριχευτής embalmer masc gen pl ταριχευτός salted fem gen pl ταριχευτός salted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… … Dictionary of Greek
ταριχευτικός — ή, ό / ταριχευτικός, ή, όν, ΝΑ [ταριχευτός] νεοελλ. σχετικός με την ταρίχευση («ταριχευτικές μέθοδοι») αρχ. ταριχηρός*. επίρρ... ταριχευτικῶς Μ με ταρίχευση … Dictionary of Greek
ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευταί — ταρῑχευταί , ταριχευτής embalmer masc nom/voc pl ταριχευτός salted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)