-
1 ταριχευταίς
-
2 ταριχευταῖς
См. также в других словарях:
ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ταριχευταίς
2 ταριχευταῖς
ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)