-
61 τριχώδης
ης, ωδές см. τριχωτός -
62 τρομώδης
ης, ωδές мед. дрожательный;τρομώδώδες παραλήρημα — белая горячка
-
63 τυλώδης
ης, ωδές мозолистый -
64 τυρφώδης
ης, ωδές торфянистый -
65 τυφώδης
ης, ωδές1) тифозный; 2) перен. надменный, высокомерный, спесивый -
66 υαλώδης
ης, ωδές1) стекловидный, похожий на стекло; 2) сверкающий как стекло; 3) остекленевший;υαλώδεις οφθαλμοί — остекленевшие глаза (у мёртвого или умирающего)
-
67 υδατώδης
ης, ωδές водный; водянистый -
68 υετώδης
ης, ωδές1) дождевой; 2) дождливый -
69 υμενώδης
ης, ωδές см. υμενοειδής -
70 υπεριώδης
ης, ωδές ультрафиолетовый -
71 υπότρομος
ος, ον, υπότρομώδης, ης, ωδές подрагивающий, слегка дрожащий -
72 υποτυπώδης
ης, ωδές1) не имеющий чётких очертаний, бесформенный; 2) недоразвитый; атрофированный; 3) неглубокий, поверхностный, элементарный;υποτυπώδης ορισμδς — поверхностное определение;
4) перен. слабый;προσπάθεια — слабая попытка;ανάπτυξες τού πολιτισμού — слабое развитие культуры, цивилизации -
73 φαγεδαινώδης
ης, ωδές см. φαγεδαινικός -
74 φαντασιώδης
ης, ωδές1) уст. фантастический; воображаемый, мнимый; 2) имеющий богатую фантазию -
75 φαραγγώδης
ης, ωδές1) крутой, обрывистый; 2) изрытый ущельями, пропастями; овражистый -
76 φαρμακώδης
ης, ωδές1) целебный; лечебный; 2) ядовитый, отравляющий -
77 φελλώδης
ης, ωδές1) похожий на пробку; 2) пробковый -
78 Φλεβώδης
ης, ωδές венозный -
79 φλεγματικός
η, ό[ν], φλεγματώδης, ης, ωδές1) слизистый; 2) флегматичный, апатичный; хладнокровный -
80 φλεγμονώδης
ης, ωδές мед. флегмонозный, воспалённый
См. также в других словарях:
ερεβώδης — ώδες (Α ἐρεβῶδης, ῶδες) [έρεβος] αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος νεοελλ. μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός … Dictionary of Greek
λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος … Dictionary of Greek
λοβώδης — ώδες (Α λοβώδης, ῶδες) [λοβός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λοβό («λοβώδης πνευμονία») 2. ο διαιρημένος σε λοβούς αρχ. αυτός που έχει κέλυφος, φλούδα οσπρίου ή μοιάζει με αυτό … Dictionary of Greek
μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… … Dictionary of Greek
ναυτιώδης — ῶδες (Α ναυτιώδης, ῶδες) [ναυτία] 1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό 2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία 3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. επίρρ... ναυτιωδῶς (Α)… … Dictionary of Greek
νηματώδης — ώδες (Α νηματώδης, ῶδες) [νήμα] 1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.) 2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο») νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις ζωολ. φύλο ή ομοταξία… … Dictionary of Greek
ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά … Dictionary of Greek
παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους … Dictionary of Greek
σφακελώδης — ώδες / σφακελώδης, ῶδες, ΝΑ [σφάκελος (Ι)] αυτός που μοιάζει με γάγγραινα, γαγγραινώδης … Dictionary of Greek
χηνώδης — ώδες / χηνώδης, ῶδες, ΝΑ [χήν/χήνα] όμοιος με χήνα αρχ. μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
αχνώδης — ῶδες, ΝΑ [πάχνη] γεμάτος από πάχνη αρχ. μτφ. ψυχρός, παγετώδης … Dictionary of Greek