-
1 γραώδες
-
2 γραῶδες
-
3 λαώδες
-
4 λαῶδες
-
5 αἰτιώδης
αἰτι-ώδης, ες,A resembling a cause, quasicausal, Stoic.2.119 (in Adv. - δως, sed leg. - ῶδες); causal, οὐσία Plot.6.8.14;στοιχεῖα Simp. in Ph. 17.25
; τὸ αἰτιῶδες formal, as opp. to τὸ ὑλικόν, M.Ant.4.21, etc.; πρότασις αἰ. giving the cause of the conclusion, Anon. in SE3.36. Adv. - δως causally, Dam.Pr. 106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιώδης
-
6 βαλσαμῶδες
βαλσᾰμ-ῶδες, τό, aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλσαμῶδες
-
7 γυναικώδης
γῠναικ-ώδης, ες,A woman-like, womanish,τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9
, cf. D.S.2.24, Ph.1.366;ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21
:- ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11
. Adv. - δῶς Sch.Ar.Th. 575.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικώδης
-
8 δικτυώδης
δικτῠ-ώδης, ες,A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116.II Subst. -ῶδες, τό, = δ. πλέγμα, Hp.Ep.19 ( Hermes 53.69).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικτυώδης
-
9 θορυβώδης
θορῠβ-ώδης, ες,A uproarious, turbulent, Pl.Lg. 671a; clamorous,- ῶδες φθέγγεσθαι Arist. HA 632b18
;θορυβώδεα ἐνυπνιάζεσθαι Hp.VM10
. Adv.- δῶς Poll. 5.123
, Iamb.Myst.3.25 (prob.): [comp] Comp.-έστερον, διατίθενται Plu.2.656f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θορυβώδης
-
10 κεφαλαιώδης
κεφαλαι-ώδης, ες,A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: [comp] Comp.,νόμοι Ph.2.183
, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: [comp] Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιώδης
-
11 κήμιψ
-
12 πραγματώδης
πραγμᾰτώδης, ες,A = πραγματοειδής, laborious,αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες Aen.Tact.39.7
: [comp] Sup., Id.31.16; tedious,συγγράμματα Isoc.10.2
([comp] Comp.);οὐδέν ἐστι -ωδέστερον D.19.270
;πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.Rh.2.44
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματώδης
-
13 τυμπανοειδής
τυμπᾰνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυμπανοειδής
-
14 ἀναβώνες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβώνες
-
15 ἀρακώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρακώδης
-
16 ἔνδαυλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνδαυλον
-
17 ἰλυώδης
ἰλυ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλυώδης
-
18 ὀστρακώδης
ὀστρᾰκ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακώδης
-
19 δαυλός
Grammatical information: adj.Meaning: `thick, shaggy' (A.).Other forms: δαῦλος (Paus. Gr.)Derivatives: Δαυλίς in Phocis?Origin: XX [etym. unknown]\/PG [Pre-Greek]Etymology: Cf. the opposites ψωλός, ψιλός (Chantr. Form. 238). Direct connection with δασύς is impossible; if for δασύς a τ-suffix is assumed (s. s. v.), δαυλός \< *dn̥su-lo- could remain with Lat. dēnsus.Page in Frisk: 1,352-353Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαυλός
См. также в других словарях:
ερεβώδης — ώδες (Α ἐρεβῶδης, ῶδες) [έρεβος] αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος νεοελλ. μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός … Dictionary of Greek
λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος … Dictionary of Greek
λοβώδης — ώδες (Α λοβώδης, ῶδες) [λοβός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λοβό («λοβώδης πνευμονία») 2. ο διαιρημένος σε λοβούς αρχ. αυτός που έχει κέλυφος, φλούδα οσπρίου ή μοιάζει με αυτό … Dictionary of Greek
μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… … Dictionary of Greek
ναυτιώδης — ῶδες (Α ναυτιώδης, ῶδες) [ναυτία] 1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό 2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία 3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. επίρρ... ναυτιωδῶς (Α)… … Dictionary of Greek
νηματώδης — ώδες (Α νηματώδης, ῶδες) [νήμα] 1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.) 2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο») νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις ζωολ. φύλο ή ομοταξία… … Dictionary of Greek
ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά … Dictionary of Greek
παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους … Dictionary of Greek
σφακελώδης — ώδες / σφακελώδης, ῶδες, ΝΑ [σφάκελος (Ι)] αυτός που μοιάζει με γάγγραινα, γαγγραινώδης … Dictionary of Greek
χηνώδης — ώδες / χηνώδης, ῶδες, ΝΑ [χήν/χήνα] όμοιος με χήνα αρχ. μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
αχνώδης — ῶδες, ΝΑ [πάχνη] γεμάτος από πάχνη αρχ. μτφ. ψυχρός, παγετώδης … Dictionary of Greek