-
41 πτιλώδης
ης, ωδές1) похожий на пух; 2) пушистый -
42 πυρετώδης
ης, ωδές прям., перен. лихорадочный;πυρετώδης προπαρασκευή ( — или προετοιμασία) — лихорадочная подготовка
-
43 πυρηνώδης
ης, ωδές имеющий ядро или косточки -
44 πυώδης
ης, ωδές гнойный -
45 ρεμβώδης
ης, ωδές мечтательный -
46 σακχαρώδης
-
47 σκιώδης
ης, ωδές1) неясный, еле заметный, смутный, туманный; 2) затенённый, тенистый; 3) жив. теневой; 4) тёмный (о красках, цвете) -
48 σπασμώδης
ης, ωδές1) спазматический, спастический; 2) судорожный, конвульсивный -
49 σπηλαιώδης
ης, ωδές1) пещерообразный; 2) перен. приглушённый, глуховатый (о звуке); 3) мед. кавернозный -
50 σπογγώδης
ης, ωδές губчатый -
51 στεατώδης
ης, ωδές сальный, жирный -
52 στολιδώδης
ης, ωδές геол складчатый -
53 συννεφώδης
ης, ωδές см. συννεφιασμένος -
54 συριγματώδης
ης, ωδές свистящий, похожий на свист -
55 σφυγμώδης
ης, ωδές пульсирующий -
56 σωληνώδης
ης, ωδές см. σωληνοειδής -
57 ταραχώδης
-
58 τελματώδης
ης, ωδές болотистый, обильный болотами -
59 τερατώδης
ης, ωδές см. τερατοειδής -
60 τρικυμιώδης
ης, ωδές1) вызывающий бурю, шторм; 2) перен. бурный
См. также в других словарях:
ερεβώδης — ώδες (Α ἐρεβῶδης, ῶδες) [έρεβος] αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος νεοελλ. μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός … Dictionary of Greek
λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος … Dictionary of Greek
λοβώδης — ώδες (Α λοβώδης, ῶδες) [λοβός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λοβό («λοβώδης πνευμονία») 2. ο διαιρημένος σε λοβούς αρχ. αυτός που έχει κέλυφος, φλούδα οσπρίου ή μοιάζει με αυτό … Dictionary of Greek
μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… … Dictionary of Greek
ναυτιώδης — ῶδες (Α ναυτιώδης, ῶδες) [ναυτία] 1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό 2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία 3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. επίρρ... ναυτιωδῶς (Α)… … Dictionary of Greek
νηματώδης — ώδες (Α νηματώδης, ῶδες) [νήμα] 1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.) 2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο») νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις ζωολ. φύλο ή ομοταξία… … Dictionary of Greek
ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά … Dictionary of Greek
παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους … Dictionary of Greek
σφακελώδης — ώδες / σφακελώδης, ῶδες, ΝΑ [σφάκελος (Ι)] αυτός που μοιάζει με γάγγραινα, γαγγραινώδης … Dictionary of Greek
χηνώδης — ώδες / χηνώδης, ῶδες, ΝΑ [χήν/χήνα] όμοιος με χήνα αρχ. μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
αχνώδης — ῶδες, ΝΑ [πάχνη] γεμάτος από πάχνη αρχ. μτφ. ψυχρός, παγετώδης … Dictionary of Greek