-
1 γραώδες
-
2 γραῶδες
См. также в других словарях:
γραῶδες — γρᾱῶδες , γραώδης masc/fem voc sg γρᾱῶδες , γραώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γραώδες
2 γραῶδες
γραῶδες — γρᾱῶδες , γραώδης masc/fem voc sg γρᾱῶδες , γραώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)