-
81 λειτουργικός
A of or for λειτουργία, LXX Ex.31.10, al.; ἡμέραι (in temples) PTeb.88.6 (ii B.C.); ministering,πνεύματα Ep.Hebr.1.14
: Subst. - κόν (sc. τέλος), τό, prob. a tax paid in lieu of labour performed, PPetr.2p.129 (iii B.C.), PTeb.5.49 (ii B.C.), al.:—in form [full] λειτουργιακός Cat.Cod.Astr.7.209.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργικός
-
82 λειχηνικός
A for eruptions,τροχίσκος Gal.12.832
: -κή (sc. ἔμπλαστρος) ib.835; - κόν (sc. φάρμακον) Orib. Fr.78, Aët.8.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειχηνικός
-
83 Λευίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λευίτης
-
84 Λιβυρνοί
Λῐβυρνοί, οἱ,A the Liburnians, a people on the Adriatic coast below Istria,Λιβυρνὴ πόλις Str.7.5.4
, etc.:—Adj. [full] Λῐβυρνικός, ή, όν, Liburnian, A.Fr. 364: - κόν (sc. πλοῖον), τό, a light, swift vessel, felucca, such as was used by the Λιβυρνοί, Plu.Cat.Mi.54:—also [full] Λῐβυρνός, ὁ, BGU709.23 (ii A.D.), prob. in Supp.Epigr.3.565.11 (Tyras, iii A.D.):—fem. [full] Λῐβυρνίς (sc. ναῦς), ίδος, ἡ, Plu.Ant.67, etc.; -ίδες νῆσοι Str.7.5.5
:—hence [full] Λῐβυρνάριος, ὁ, Stud.Pal.20.123.33 (v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λιβυρνοί
-
85 λιθουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθουργικός
-
86 λινοϋφκός
λῐνοϋφ-κός, ὁ,A linen-weaver, BGU637.17 (iii A. D.): -κόν, τό, tax on linen-weaving, POxy.1438.12 (ii A.D., λινουψικόν Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοϋφκός
-
87 λῃστικός
3 τὸ -κόν, piracy, Th.1.4, 13; piratical vessels, Id.2.69.4 Adv. - κῶς in the manner of pirates: [comp] Comp. -κώτερον, πλοῖα λ. παρεσκευας μένα Id.1.10
, cf. 6.104. Cf. λῃστρικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστικός
-
88 Μακεδών
Μᾰκεδών, όνος, ὁ, ἡ, Macedonian, Hdt.6.44 (pl.), etc.:—also [full] Μακηδών (q. v.):—fem. [full] Μακεδόνισσα, Stratt.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μακεδών
-
89 μαμμωνυμικῶς
μαμμωνῠμικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαμμωνυμικῶς
-
90 μαχητικός
A fit for fighting,ὀδόντες μ. Arist.PA 662b34
; warlike,μ. παιδιαί Id.Rh. 1371a1
; of persons, pugnacious, ib. 1381a32, etc.; μ. περὶ κέρδους ib. 1372b31: ἡ -κή (sc. τέχνη), skill in fighting, Pl.Sph. 225a; τὸ -κόν ibid.; μ. ἵπποι restive horses, Id.R. 467e. Adv. - κῶς pugnaciously, Id.Tht. 168b; in a hostile manner,μ. διακείμενα Simp. in Cael. 197.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχητικός
-
91 μεταβατικός
A able to pass from one place to another,τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6
; μ. κίνησις motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα organs of motion, Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν Placit.3.13.3
, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32.2 discursive,φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276
, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. - κῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning,εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25
;νοῦν.. ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr. 100
; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst. 211.II exchanging, bartering: τὸ -κόν the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. - βλᾱτικόν).III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. - κῶς ib.44.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβατικός
-
92 μεταβλητικός
μετα-βλητικός ([dialect] Dor. [suff] μετα-βλᾱτικός [Philol.] 21, prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94), ή, όν,A for or in the way of exchange,ἡ [χρῆσις] ἡ μ. Arist.Pol. 1257a9
: ἡ -κή (sc. τέχνη) exchange, barter, Pl.Sph. 223d, Arist.Pol. 1258b21: τὸ -κόν (sc. γένος) Pl.Sph. 224d. Adv. -κῶς Poll.4.51
.2 subject to change, Thphr.CP6.10.2;εἰς τἀναντία Arist.GC 319a20
; of animals, mobile, opp. μόνιμα, Id.HA 487b6, cf. GA 715a26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβλητικός
-
93 μεταδοτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταδοτικός
-
94 μυλωθρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλωθρικός
-
95 ξαντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξαντικός
-
96 οἰκοδομικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδομικός
-
97 οἰκουρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκουρικός
-
98 παραμυθητικός
A consolatory,- μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN 1171b2
; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70 ; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.;π. ὑπόληψις D.Chr.12.40
; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv.- κῶς Eust.225.41
, Sch.A.R.2.622.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμυθητικός
-
99 παραστατικός
II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162 ;ἀληθοῦς Stoic.2.73
; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα)οἷον σήμερον D.T.641.28
, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202 ; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr. 224.III able to exhort or rouse, c. gen.,ἀγωνίας Plb.3.43.8
;ὁρμῆς Plu.Lyc. 21
; creating a disposition or propensity,πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71
K. ;π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307
;π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52
J.IV desperately courageous, Plb.16.5.7 ([comp] Comp.). Adv.- κῶς Id.16.28.8
, D.S.18.22 : [comp] Comp.- ώτερον Id.20.11
.VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστατικός
-
100 παραχωρητικός
A disposed to yield in respect of,δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c
; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχωρητικός
См. также в других словарях:
Κον Τίκι — Ονομασία σχεδίας, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων περουβιανών σκαφών, με κορμούς δέντρων και πανί από καλάμια. Η επιφάνειά της ήταν περίπου 100 τ.μ. Με το Κ.Τ., το 1947, ο Νορβηγός εθνογράφος Τ. Κέγιερνταλ πέρασε μαζί με… … Dictionary of Greek
Κον, Βάλτερ — (Walter Kohn, Βιέννη 1923 –). Αμερικανός χημικός, αυστριακής καταγωγής. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τορόντο και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Το 1948 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο, αναπτύσσοντας… … Dictionary of Greek
Κον, Πολ Μόριτζ — (Paul Moritz Kohn, Αμβούργο 1924 –). Βρετανός μαθηματικός, γερμανικής καταγωγής. Απόφοιτος της σχολής μαθηματικών του Trinity College στο Κέιμπριτζ, έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1951. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε… … Dictionary of Greek
ἷκον — ἷ̱κον , ἵκω come imperf ind act 3rd pl ἷ̱κον , ἵκω come imperf ind act 1st sg ἵκω come pres part act masc voc sg ἵκω come pres part act neut nom/voc/acc sg ἵκω come imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵκω come imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κονή — κονή, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) φόνος 2. κώνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κον (πρβλ. παρακμ. κέ κον α, τού καίνω «φονεύω») + κατάλ. ή] … Dictionary of Greek
λεωκόνητος — και λεωκόνιτος, ὁ (Α) ο εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση τού επιρρ. λέως* «εντελώς, τελείως» + θ. κον (τού καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ κον α), πρβλ. τρι κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση τού κονίω… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ՀԵՐՁՈՒԱԾԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0094 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. σχισματικός, κή, κόν, αἰρετικός, κή, κόν . Հերձուածողական, մանաւանդ հերետիկոսական. աղանդական. *Հերձուածական մոլորութիւն, կամ վարդապետութիւն. Սեբեր. ՟Դ. եւ ՟Է: *Հերձուածականին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)