-
21 δονακηδόν
δονᾰκ-ηδόν, Adv.A like a reed, A.D.Adv.197.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δονακηδόν
-
22 εὔστομος
A with mouth of good size, of dogs, X.Cyn.4.2; of horses, εὔ. τῷ χαλινῷ well-bitted, opp. ἄστομος, Plu.2.39a.II speaking well, eloquent, AP14.10.8 ([comp] Comp.), Ptol. Tetr. 166; making eloquent,λάγυνος AP9.229
(Marc.Arg.). Adv. - μως with clear utterance, Ael.NA4.42: [comp] Sup. - ώτατα ib.13.18; melodiously, ib.1.43;ᾖδον Aristaenet.2.19
.2 like εὔφημος, avoiding words of ill omen, and so, keeping silence, περὶ μὲν τούτων.. μοι.. εὔστομα κείσθω on these things.. let me keep a religious silence, Hdt. 2.171, cf. Ael.NA14.28, Porph.Abst.2.36; εὔστομ' ἔχε peace, be still! S.Ph. 201 (lyr.).III pleasant to the mouth, palatable, Thphr.HP 2.6.10 ([comp] Comp.),4.3.4, Sor.1.94, Dsc.1.110 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔστομος
-
23 ζυγηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγηδόν
-
24 καλαμηδόν
κᾰλᾰμ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμηδόν
-
25 καματηδόν
κᾰμᾰτ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματηδόν
-
26 καναχηδόν
κᾰνᾰχ-ηδόν, Adv.,A = καναχηδά, D.P.145, Aret SD1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καναχηδόν
-
27 καρυηδόν
A like a κάρυον: κ. κάταγμα fracture like a broken nut, i. e. comminuted fracture, Sor.Fract.10, Gal.14.792, Paul.Aeg.6.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυηδόν
-
28 καυληδόν
καυλ-ηδόν, Adv.II surgical name of a kind of fracture, Sor.Fract.10, Paul.Aeg.6.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυληδόν
-
29 κεφαληδόν
κεφᾰλ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαληδόν
-
30 κιονηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιονηδόν
-
31 κλαγγηδόν
κλαγγ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαγγηδόν
-
32 κλιμακηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακηδόν
-
33 κοναβηδόν
κονᾰβ-ηδόν, Adv.A with a noise, clash, AP7.531 (Antip. Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοναβηδόν
-
34 κορμηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορμηδόν
-
35 κοσκινηδόν
κοσκῐν-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσκινηδόν
-
36 κοφινηδόν
κοφῐν-ηδόν, Adv.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοφινηδόν
-
37 κρεουργηδόν
κρεουργ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεουργηδόν
-
38 κρουνηδόν
κρουν-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουνηδόν
-
39 κρυφηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφηδόν
-
40 κτηνηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνηδόν
См. также в других словарях:
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ἦδον — ἔδω eat imperf ind act 3rd pl (epic) ἔδω eat imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾖδον — ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
θυσανηδόν — (Α) επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
καματηδόν — καματηδὸν (Μ) επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, στιχ ηδόν)] … Dictionary of Greek
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek
καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
κεφαληδόν — (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, κλιμακ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κιονηδόν — (Α) επίρρ. 1. σαν κίονας* 2. φρ. «γράφω κιονηδόν» γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ ηδόν, κλιμακ ηδόν] … Dictionary of Greek