-
1 καλλος
- εος τό1) красота(γυναικῶν Hom.; τῶν ἔργων Isocr.; τῶν νεῶν Thuc.; τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων, τῶν ὀνομάτων καὴ ῥημάτων Plat.)
ἀσκεῖν ἐς κ. Eur. — наряжаться;εἰς κ. ζῆν Xen. — жить красиво, благородно2) красавицаἙλένη καὴ Λήδα καὴ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc. — Елена, Леда и все вообще красавицы древности
3) pl. красивые вещи (одежда, изделия и пр.)ποικίλα κάλλη Aesch. — богато расшитые ткани;
κάλλη ἱερῶν Dem. — прекрасные храмы;κάλλη οἰκοδομημάτων Plut. — красивые здания -
2 διανομη
ἥ1) раздел, раздача(χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὴ ἄφιλοι Aesch. - v. l. διαρταμή и διατομή)
; распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.)2) установление, порядок(παλαιαὴ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.)
-
3 κεφαλαιον
1) главное, основное, сущность(κ. παιδείας Plat.; κεφάλαιά τινος λέγειν Arst.; ἐπὴ τοῖς λεγομένοις NT.)
ἔστι δὲ τὸ κ. ὦν ζητεῖς Plat. — сущность того, что ты ищешь, такова;τὸ κ. εἰς τοῦτο τελευτᾷ Plat. — суть дела сводится к следующему;πολλῶν γεγραμμένων κ. ἦν Thuc. — основное в пространном письме (персидского царя) гласило2) общая сумма, итог, общее, целоеὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν Plat. — вообще говоря;
τὸ πλῆθος ἐν κεφαλαίῳ Xen. — общее количество;ἐν κεφαλαίοις ἀποδείξειν Lys. — показать в общих чертах;βραχυτάτῳ κεφαλαίῳ Thuc. — в самом сжатом виде3) итог, завершение(κ. ἐπιτιθέναι ἐπί τινι Dem.)
4) глава, главное лицоτὸ κ. τῶν κάτωθεν Plut. — важнейшее лицо среди умерших ( о Перикле);
τὰ κεφάλαια τῶν μαθημάτων Luc. — главные философы5) капиталπολλοῦ κεφαλαίου NT. — за большие деньги6) утолщенный конец, головка(τῆς ῥαφανῖδος Arph.)
-
4 παρακολούθηση
[-ις (-εως)] η1) наблюдение, надзор, присмотр; 2) слежка; шпионство; 3) посещаемость; посещение;παρακολούθηση των μαθημάτων — посещение занятий (в школе);
παρακολούθηση των παραδόσεων — посещаемость лекций
-
5 μαθημα
- ατος (ᾰθ) τό1) знание, тж. учение, наукаτὸ μ. τὸ περὴ τὰς τάξεις Plat. — учение о боевых порядках, т.е. тактика;
τὰ παίδων μαθήματα Plat. — приобретенные в детстве знания2) pl. наука о величинах, математические науки, математика Plat., Arst.οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων Sext. — математики
-
6 μάθημα
τό1) урок, занятие; лекция;κάνω μάθημα — а) брать урок, заниматься; — б) проводить занятие, преподавать;
λείπω απ' το μάθημα — отсутствовать на уроке;
παρακολουθώ (τα) μαθήματα посещать уроки;η έναρξη των μαθημάτων начало занятий; παραδίδω (παίρνω) μαθήματα давать (брать) уроки; 2) урок, задание; προπαρασκευάζω τα μαθήματα μου делать уроки;λέω το μάθημα — отвечать урок;
З) (учебный) предмет, дисциплина;δεν μού αρέσει το μάθημα της Γεωγραφίας — я не люблю географию;
4) перен. урок; назидание;5) привычка (чаще дурная);τό έχω μάθημα να τρώγω τα νύχια μου — иметь привычку кусать ногти;
§ τα παθήματα μαθήματα или, τα παθήματα γίνονται μαθήματα погов, на ошибках учатся -
7 ώρες
в ночное время;η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);
οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);ώρες ακροάσεων приёмные часы;είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;
δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;
είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);
πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;
εν ώρες πολέμου — в военное время;
3) часы;δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;
4) уст. время года;εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;
αί ώραι τού έτους времена года;§ ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;
ώρες του καλή! — скатертью дорога!;
καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;
καλή ώρες — а) в добрый час;
б) точно такой, (как);μιά ολόκληρη ώρες — битый час;
ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;
προς ώρεςαν — временно, на время;
από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;
σήμανε η ώρες — пробил час;
μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;
απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;
γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);
στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;
παρ' ώρεςαν — не вовремя;
είναι στην ώρες της — она скоро родит;
δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);
κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки
-
8 εξιστημι
(fut. ἐκστήσω, aor. 1 ἐξέστησα; для неперех. знач. med. к aor. 2 ἐξέστην и pf. ἐξέστηκα)1) смещать, сводить, выводить(ἥ κίνησις ἐξίστησι τὸ ὑπάρχον Arst.)
ἐ. τινὰ ἑαυτοῦ Dem. — выводить кого-л. из душевного равновесия;ἐξίστασθαι ὑπό τινος Arst. — быть вытесненным кем(чем)-л.2) вводить, приводить(τέν ψυχέν εἰς ἀπάθειαν Plut.)
3) приводить в замешательство, расстраивать(τέν πολιτείαν Plut.)
4) изменять, преображать(τέν φύσιν Plat., Arst.)
ἐ. τι πρὸς τὸ ἐναντίον Arst. — превращать что-л. в (его) противоположность;5) лишать(τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Plut.)
6) приводить в исступление, лишать рассудка(τινά Eur., Arst.)
7) повреждать, портить(οἶνον, λογισμόν, διάνοιαν Plut.)
8) уходить прочь или в сторону, удаляться, отклоняться(τῆς ὁδοῦ Her. ἐκ τοῦ μέσου Xen.)
ἐξ ἕδρας ἐξεστηκέναι Eur. — сойти с места, сдвинуться;φεύγετ΄ ἐξίστασθε Eur. — бегите прочь;οὐδένα ἐξίστασθαι Dem. — не отступать ни перед кем;ἐξίστασθαι καρδίας Soph. — поступать вопреки своему влечению;ἐὰν μέ ἐξίστηται Arst. — если не отклоняться в сторону (от темы)9) выдаваться наружу, выступать вперед(κοῖλον, οὐκ ἐξεστηκός Arst.)
10) уступать(ὁδοῦ τινι и τῆς τιμῆς τινι Plut.)
ἐξίσταται νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph. — ночная пора уступает место дню11) (из)меняться(ὅ αὐτός εἰμι καὴ οὐκ ἐξίσταμαι Thuc.)
12) отказываться, отрекаться(ἁπάντων τῶν ὄντων Dem.)
ἐξίστασθαι τῆς φιλίας τινί Lys. — отказываться от дружбы с кем-л.;ἐξίστασθαι τῆς ἀρχῆς Thuc. — сложить с себя власть;πάντων τῶν πεπραγμένων ἐκστάς Dem. — отпираясь от всего содеянного (им);φιλοσοφίας μέ ἐκστῆναι Plut. — не прекращать занятия философией13) лишаться(τῆς φύσεως Arst.)
ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῦ Dem. — он лишился (всего) своего состояния, но ἐξέστην ἐμαυτοῦ Aeschin. я растерялся (потерял самообладание);ἐξεστηκὼς τοῦ φρονεῖν Isocr. и τῶν φρονίμων λογισμῶν ἐκστάς Plut. — лишившийся рассудка;ἐξίστασθαι τῆς οὐσίας и ἐκ τῆς οὐσίας Arst. — утрачивать свою сущность;ἐξίστασθαι τῶν παλαιῶν μαθημάτων Xen. — забыть свои прежние знания14) приходить в исступление, лишаться рассудка, быть вне себя(ἐξεστηκέναι ὑπ΄ ὀργῆς Arst., ὑπὸ λύπης Plut.)
ὡς ἐξέστη ὑπὸ τῆς πληγῆς Arst. — когда он был оглушен ударом;ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι NT. — весь народ был изумлен;οἱ ἵπποι ἐξίσταντο ταρβοῦντες Plut. — лошади ошалели от страха;15) портиться(οἶνος ἐξεστηκώς Dem.)
16) извращаться, искажаться(πρόσωπα ἐξεστηκότα Xen.)
ἐξίστασθαι εἰς μανικώτερα ἤθη Arst. — нравственно вырождаться -
9 γευω
1) давать (по)пробовать(τινὰ μέθυ Eur.; τοὺς σκύλακας αἵματος Plat.; τινὰ λόγων καὴ μαθημάτων Plut.)
2) преимущ. med. отведывать, пробовать(μέλιτος Plat.; τοῦ νέκταρος καὴ τῆς ἀμβροσίας Arst.)
γεῦσαι λαβών Arph. — возьми и попробуй;δουρὸς ἀκωκῆς γεύσασθαι Hom. — отведать острия копья, т.е. получить рану копьем;γεύσασθαι ἀλλήλων ἐγχείαις Hom. — померяться друг с другом копьями3) med. изведывать, вкушать, узнавать, познавать(πόνων Pind.; μόχθων Soph.; πένθους Eur.; ἐλευθερίης Her.; κακῶν Luc.; ἄρτι γεγευμένος φιλοσοφίας Plut.)
οἱ γευσάμενοι τῶν νόμων Plat. — приучившиеся к законности4) med. поедать(ἀλλήλων Thuc.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek