-
1 προς-ψύχω [2]
προς-ψύχω, noch dazu oder noch mehr erkälten; 6; οἱ κατὰ πρόςωπον ἀλλήλοις συμπεσόντες, im Ggstz von οἱ κυκλώσαντες; auch κατὰ πρόςωπον ἀπαντᾶν τοῖς πολεμίοις, im Ggstz von φεύγειν, 17, 3, 3; u. übertr., κατὰ πρ. λεγομένων τῶν λόγων, ins Gesicht, 25, 5, 2;. dah. ἡ κατὰ πρ. ἔντευξις, die mündliche, persönliche Unterhaltung, Plut. Caes. 17. – 2) die Person; Ὅμηρος προϑέμενος τὸ τοῠ Ὀδυσσέως πρόςωπον, Pol. 12, 27, 10, u. öfter; auch τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόςωπον, 8, 13, 5, im Ggstz von μονάρχου πρόσχημα καὶ βίος; u. Sp.; κατὰ πρόςωπον, persönlich. – Bes. bei den Gramm. die Person in grammatischem Sinne. – 3) Maske, Larve; Luc. Iup. trag. 41; auch Dem. 19, 287 bei Bekker, v. l. προςωπεῖον. – Von den imagines majorum der Römer, Pol. 6, 53, 5.
-
2 κνισσός
κνισσός, richtiger κνῑσός, 1) der den Fettdampf liebt, leckerhaft; im comparat., κνισσότερος ὢν τοῠ Ὀδυσσέως Μελανϑίου, Ath. XII, 549 a. – 2) = κνισσήεις, se tilg, Ath. III, 115 e.
-
3 ἀμφι-βάλλω
ἀμφι-βάλλω (s. βάλλω), umwerfen, Hom. öfter, fut. med. Ionisch ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22, 103; meist Tmesis; nicht selten vom Bekleiden, τινά τι Iliad. 24, 588 Od. 3, 467. 10, 365. 13, 434, τινί τι Iliad. 18, 204 Od. 14, 342; med. sich ein Kleid oder dgl. umthun, Od. 6, 178 δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσϑαι, Iliad. 2, 45 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος, 5, 738 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετ' αἰγίδα, Od. 17, 197 ἀμφ' ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην; das act. Homerisch anstatt des med. Od. 4, 245 σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, Iliad. 17, 742 κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες, sich Kraft umthun, wie μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν; – Od. 21, 223 ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι χεῖρε βα-λόντε, umarmen; 24, 347 ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε; 23, 207 ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυ-σῆι, Homerisch βάλλε statt des aor. u. δειρῇ Ὀδυσῆι statt τῇ τοῦ Ὀδυσσέως δειρᾷ; Iliad. 23, 47 ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, einander umarmen, vgl. Scholl. Nicanor.; Od. 7, 142 ἀμφὶ δ' ἄρ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς; Od. 17, 344 ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι, so viel er in den Händen fassen konnte; 21, 433 ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ; 4, 454 ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, wir packten ihn; – Iliad. 13, 36 ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε, legte Fesseln um die Füße; 5, 722 Ἥβη δ' ἀμφ' ὀχέεσσι ϑοῶς βάλε καμπύλα κύκλα, –, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, steckte die Räder an die Wagenachse; – Od. 23, 192 τῷ (τῷ ϑάμνῳ) δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν ϑάλαμον δέμον, baute das Gemach um den Stamm; – Iliad. 10, 535 ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, umtönt mein Ohr. – Pind. γέρας ἀμφέβαλε κόμαις P. 5, 31; Aesch. ζυγόν τινι Pers. 50; Eur. στολὴν κάρᾳ Herc. Fur. 465; φάρεά σε El. 1231; δουλοσύναν κάρᾳ Andr. 110; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβ. Bacch. 384; Soph. τρίχα λευκήν, sich in weißes Haar kleiden, Ant. 1080; Pind. Ol. 1, 8 ὅϑεν ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, das Lied schwingt sich um den Geist, umtönt ihn; ἀμφιβάλλειν τινὰ χερσίν, ὠλἔναις, Eur. Bacch. 1361 Pheen. 313; μαστὸν ὠλέναισι Phoen. 313; fangen, φῦλον ὀρνίϑων Soph. Ant. 343; ἄγραν πλοκάμοις Eur. Bacch. 103; – intrans., hineingehen, εἰς αὐλάν Eur. Cycl. 60; vgl. εἰς τέκνα καὶ δόμον ἀμφιβαλέσϑαι Andr. 1192. – In sp. Prosa: von allen Seiten betrachten, bezweifeln, περί τινος Polyb. 40, 10; Ael. H. A. 9, 33; Alciphr. 1, 37.
-
4 ἐκ-τοπίζω
ἐκ-τοπίζω, von einem Orte wegbringen, entfernen, ἑαυτούς Arist. Mirab. 126; Pol. 1, 74, 8; εἰς μῦϑον ἐκτ., in eine wunderliche Fabel verkehren, Strabon. 4, 1, 7. – Häufiger sich entfernen, auswandern, Arist. pol. 5, 11; μακράν H. A. 4, 8, öfter; vom Redner: vom Thema sich entfernen, rhet. 3, 14, u. so oft bei Sp. – Die alten Alexandrin. Homeriker gebrauchten das Wort besonders von der Irrfahrt des Odysseus, um zu bezeichnen, daß Homer sich die Abenteuer derselben nicht als an bestimmten, bekannten Orten, etwa in den Gegenden Unteritaliens u. Siciliens bestanden vorstelle, sondern im freien Spiele der Phantasie diese ganze πλάνη nur ganz allgemein in die ihm noch durchaus unbekannten Gegenden westlich von Griechenland verlege. In diesem Sinne sagte man ἡ πλάνη γέγονε πόῤῥω που ἐν ἐκτετοπισμένοις τόποις ἀορίστοις, ἐκτετοπισμένη φαίνεται ἡ πλάνη τοῠ Ὀδυσσέως, ἐκτετοπισμένην που καὶ ἐσχάτην τὴν τῶν Φαιάκων χώραν u. dgl. S. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 244 – 249 Sengebusch Homer. diss. 1 p. 42.
-
5 ἐκτοπίζω
ἐκ-τοπίζω, von einem Orte wegbringen, entfernen; εἰς μῦϑον ἐκτ., in eine wunderliche Fabel verkehren. Häufiger: sich entfernen, auswandern; vom Redner: vom Thema sich entfernen. Die alten Alexandrin. Homeriker gebrauchten das Wort besonders von der Irrfahrt des Odysseus, um zu bezeichnen, daß Homer sich die Abenteuer derselben nicht als an bestimmten, bekannten Orten, etwa in den Gegenden Unteritaliens u. Siziliens bestanden vorstelle, sondern im freien Spiele der Phantasie diese ganze πλάνη nur ganz allgemein in die ihm noch durchaus unbekannten Gegenden westlich von Griechenland verlege. In diesem Sinne sagte man ἡ πλάνη γέγονε πόῤῥω που ἐν ἐκτετοπισμένοις τόποις ἀορίστοις, ἐκτετοπισμένη φαίνεται ἡ πλάνη τοῠ Ὀδυσσέως, ἐκτετοπισμένην που καὶ ἐσχάτην τὴν τῶν Φαιάκων χώραν u. dgl. -
6 προς-πίπτω
προς-πίπτω (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προςπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προςπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προςπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προςπεσόντα πως βωμῷ καϑῆσϑαι τοῠ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προςπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόςπιπτε οἰκτρῶς τοῠδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προςπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάϑῃ με προςπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προςπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προςπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προςπιπτούσῃ ἐπιϑυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῠτα προςπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προςπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προςπεσοῠσα, Legg. V, 747 c; αἰσϑήσεις προςπεσοῠσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάϑρον προςέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυςτυχεστάτῳ προςέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύϑεν προςπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωϑεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προςπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προςέπεσε παραγενέσϑαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προςπέπτωκεν ὁ τοιοῠτος λόγος, Aesch. 3, 59.
См. также в других словарях:
οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… … Dictionary of Greek
πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… … Dictionary of Greek
Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… … Dictionary of Greek
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
Τηλέγονος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Όταν ενηλικιώθηκε, κατά σύσταση της μητέρας του, έφυγε από την Αιαίη για να αναζητήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε όμως μια μεγάλη τρικυμία που τον ανάγκασε να βγει στην Ιθάκη, όπου… … Dictionary of Greek
Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… … Dictionary of Greek
Άννινος, Μπάμπης — (Αργοστόλι 1852 – 1934).Δημοσιογράφος, λόγιος και κωμωδιογράφος. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αργοστόλι και στη μετέπειτα σταδιοδρομία του υπήρξε αυτοδίδακτος. Μετά από ένα ποιητικό ξεκίνημα στην Κεφαλονιά (Λυκαυγές,1872), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
μέντορας — και μέντωρ, ο συνετός φίλος και σύμβουλος, πνευματικός οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Μέντορος, φίλου τού Οδυσσέως και συμβούλου τού Τηλεμάχου στην Ιθάκη] … Dictionary of Greek
ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek