-
41 πολύπυρος
A rich in corn, epith. of fruitful lands, Il. 11.756, 15.372, Od.14.335,al., A.Supp. 555 (lyr.), AP6.258 ([place name] Adaeus), Dsc.1.127;ἄγυια Hymn.Is.2
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπυρος
-
42 πολυρημονέω
A v. πολυρρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυρημονέω
-
43 πολύρροος
A = πολύρυτος, Poll.6.148, Eust.96.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύρροος
-
44 πολύσκυλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσκυλαξ
-
45 πολύσοφος
πολύ-σοφος, ον,A very wise, Philostr.VS 2.19 (nisi leg. πολὺ σ.), Vett.Val.15.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσοφος
-
46 πολυστιβία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστιβία
-
47 πολυστιχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστιχία
-
48 πολυστροφία
A complication, variety of melody, AP7.198 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστροφία
-
49 πολυσφράγιστος
A with many seals, well-secured, Nonn.D.4.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσφράγιστος
-
50 πολυτειρής
A wearying much, Q.S.4.120,5.314.-------------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτειρής
-
51 πολυτέλεια
A great expense, extravagance, opp. εὐτέλεια, Hdt.2.87, Th.6.12;τρυφὴ καὶ π. X.Mem.1.6.10
;π. τῶν βίων Plb.13.1.1
, cf. 9.10.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτέλεια
-
52 πολύτρητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτρητος
-
53 πολύτριχος
II [suff] πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτριχος
-
54 πολύφημος
2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64.II manyvoiced, wordy,ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150
; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφημος
-
55 πολύχνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχνοος
-
56 πολύχροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχροος
-
57 πολυαγάπητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαγάπητος
-
58 πολυάγκιστρος
πολῠ-άγκιστρος, ον,A with many hooks, Opp.H.3.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάγκιστρος
-
59 πολυαγρής
πολῠ-αγρής, ές,A = πολύαγρος, Opp.C.1.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαγρής
-
60 πολυαγρία
πολῠ-αγρία, ἡ,A catching much game, Poll.5.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαγρία
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek