-
1 νικητικώτατον
νῑκητικώτατον, νικητικόςlikely to conquer: masc acc superl sgνῑκητικώτατον, νικητικόςlikely to conquer: neut nom /voc /acc superl sg -
2 νῑκητικός
νῑκητικός, zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόϑεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.
-
3 νικητικος
3способствующий победе, обеспечивающий победу(παρασκευή Polyb.)
τὸ νικητικώτατον Plut. — лучший способ победить
См. также в других словарях:
νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… … Dictionary of Greek