-
1 νικητικος
3способствующий победе, обеспечивающий победу(παρασκευή Polyb.)
τὸ νικητικώτατον Plut. — лучший способ победить -
2 νῑκητικός
νῑκητικός, zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόϑεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.
-
3 νῑκητικός
νῑκητικός, zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen -
4 νικητικός
νῑκητικός, νικητικόςlikely to conquer: masc nom sg -
5 νικητικός
A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11;ὑπόθεσις Plb.24.9.4
([comp] Comp.);ὅπλον ν. OGI90.39
(Rosetta, ii B.C.); τὸ -ώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv.- κῶς Eust.1006.28
.II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, esp. in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.);ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35
: pl., PMag.Leid. W.8.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητικός
-
6 νικητικά
νῑκητικά, νικητικόςlikely to conquer: neut nom /voc /acc plνῑκητικά̱, νικητικόςlikely to conquer: fem nom /voc /acc dualνῑκητικά̱, νικητικόςlikely to conquer: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 νικητικών
νῑκητικῶν, νικητικόςlikely to conquer: fem gen plνῑκητικῶν, νικητικόςlikely to conquer: masc /neut gen pl -
8 νικητικῶν
νῑκητικῶν, νικητικόςlikely to conquer: fem gen plνῑκητικῶν, νικητικόςlikely to conquer: masc /neut gen pl -
9 νικητικόν
νῑκητικόν, νικητικόςlikely to conquer: masc acc sgνῑκητικόν, νικητικόςlikely to conquer: neut nom /voc /acc sg -
10 νικητικώτατον
νῑκητικώτατον, νικητικόςlikely to conquer: masc acc superl sgνῑκητικώτατον, νικητικόςlikely to conquer: neut nom /voc /acc superl sg -
11 νικητικής
-
12 νικητικῆς
-
13 νικητικαί
νῑκητικαί, νικητικόςlikely to conquer: fem nom /voc pl -
14 νικητικοίς
-
15 νικητικοῖς
-
16 νικητικού
-
17 νικητικοῦ
-
18 νικητικοί
νῑκητικοί, νικητικόςlikely to conquer: masc nom /voc pl -
19 νικητικούς
νῑκητικούς, νικητικόςlikely to conquer: masc acc pl -
20 νικητικωτάτη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… … Dictionary of Greek
νικητικός — νῑκητικός , νικητικός likely to conquer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικούς — νῑκητικούς , νικητικός likely to conquer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)