-
41 ἀπο-πρεσβεύω
ἀπο-πρεσβεύω, einen Gesandtschaftsbericht abstatten, παρά τινος Plat. Legg. XII, 941 a; Pol. 7, 2, 5; Plut. rep. ger. pr. 20.
-
42 ἀπο-πνέω
ἀπο-πνέω (s. πνέω), Hom. ἀποπνείω, 1) aushauchen, πῠρ, von der Chimära, Il. 6, 182; ὀδμήν Od. 4, 406; ϑυμόν, den Geist aushauchen, Il. 13, 654. 4, 524; ohne Zusatz, sterben, Diosc. 9 (V, 193), Batrach. 99; auch ψυχήν; ähnl. Pind. N. 1, 47 χρόνος ψυχὰς μελέων; ἔπος ἀπέπνευσε στόματος P. 4, 11; εὐανϑέα ἁλικίαν I. 6, 34; δυςμένειαν φϑόνος ἀποπνεῖ Plut. Themist. 22; Sp. bes. vom Geruch, τοῖον ἀπέπνει λεί. ψανα, so tochen, Ap. Rh. 2, 193; auch τινός Luc. conscr. hist. 15 ϑυμοῦ ἀττικοῠ; Plut. μέϑης educ. lib. 18; ἥδιστον άποπνεῖ τις τοῦ χρωτός, die Haut hat eine angenehme Ausdünstung, Alex. 4; nach Suid. feinerer Ausdruck für πέρδεσϑαι; – φῶς ἀποπνεῖται, wird ausgeblasen, Plut. qu. Rom. 72. – 2) von etwas her wehen, ἀπ ὸ ϑερμῶν χωρέων Her. 2, 27.
-
43 ἀπο-σπουδάζω
ἀπο-σπουδάζω, aufhören eifrig zu sein, im Eifer nachlassen, Suid. παύομαι τῆς σπουδῆς; auch τινός, vernachlässigen, Philostr. vit. Apoll. 1, 5.
-
44 ἀπο-στρατο-πεδεύομαι
ἀπο-στρατο-πεδεύομαι, sich entfernt lagern, Xen. Cyr. 6, 1, 23 An. 7, 7, 1; τινός 3, 4, 34.
-
45 ἀπο-στροφή
ἀπο-στροφή, ἡ, 1) das Abwenden, Xen. Equ. 9, 6; ῥεύματος ἐπί τι Plut. Lucull. 27; τύχης Aesch. Prom. 771. – 2) das Sich abwenden, dah. Flucht, Plut. Alc. 14 τινός; Zufluchtsort, Zuflucht, οὐκέτ' ἔστι Soph. O. C. 1471; vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 23 An. 2, 4, 22 u. öfter; c. gen., ὕδατος, Ausweg, Wasser zu bekommen, Her. 8, 109; σωτηρίας, Aussicht auf Rettung, Thuc. 8, 75; οὐδεμιᾶς ἔτ' ἐνούσης τοῠ μὴ ὑμᾶς ἔχειν τὰ χρήματα Dem. 24, 9; – βίου, Lebensrettung, Luc. D. Mer. 6. – 3) Bei den Rhetoren die Figur, daß man eine Person anredet, s. Quinctil. 9, 2, 38.
-
46 ἀπο-στερίσκω
ἀπο-στερίσκω, = ἀποστερέω, τινά τινος Soph. O. C. 377.
-
47 ἀπο-σταλάω
ἀπο-σταλάω, dasselbe, τί τινος, Christod. Ecphr. 110; Opp. Cyn. 3, 370. 4, 148.
-
48 ἀπο-στάτης
ἀπο-στάτης, ὁ, der Abfallende, Abtrünnige, τινός Pol. 5, 57; βασιλέως Plut. Cim. 10; u. a. Sp.
-
49 ἀπο-στέγω
ἀπο-στέγω, überdachen, bedecken, schützen, πύργος – ὄχλον Aesch. Spt. 216; Theophr.; τὰς πληγάς, vom Schild, es hält sie ab, Pol. 6, 23, 5; τινός, wogegen, Arist. part. an. 2, 15; ἀϋδρία τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα Plat. Legg. VIII, 844 b, einziehen.
-
50 ἀπο-σεύω
ἀπο-σεύω (s. σεύω), fortjagen, poet. ἀποσσεύω, Nic. Th. 77; Agath. 53 (IX, 642). – Pass., weglaufen, enteilen; Hom. ἀπέσσυτο Iliad. 6, 390 ( δώματος). 15, 572 (αὖτις), ἀπεσσύμεϑα Od. 9, 236 ( ἐς μυχόν). 396, ἀπεσσύμενον Iliad. 4, 527; τινός Hes. Th. 859; sp. D., wie Opp. H. 2, 560; B. A. 422 ist ἀπέσσυα durch ἐξέλιπεν erkl.
-
51 ἀπο-σαλεύω
ἀπο-σαλεύω, 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26.
-
52 ἀπο-τυγχάνω
ἀπο-τυγχάνω (s. τυγγάνω), verfehlen, nicht erlangen, absol. u. τινός, τοῦ σκοποῦ Plat. Legg. V, 744 a; τοῦ ὠφελιμωτάτου Theaet. 179 a; τῆς πείρας Dem. 59, 101; Ggstz ἐπιτυγχάνω Xen. Mem. 4, 2, 28; εὐτυχεῖν Hell. 7, 5, 14; κατορϑοῠν Pol. 1, 37, 8; τυγχάνω Plut. Lyc. 25; übh. unglücklich sein, ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 5, 98, 6; τινί D. Sic. 12, 12; ἐν οἷς μηδὲν ἀποτετυχήκασιν, bei denen man nie eine Fehlbitte gethan, Arist. rhet. 2, 6. Auch med., in derselben Bdtg; – verlieren, καὶ ὧν εἶχον Xen. Cyr. 1, 6, 45; – Pass., τοῦ πράγματος ἀποτευχϑέντος Dio Chrys. II, 205.
-
53 ἀπο-τευκτικός
ἀπο-τευκτικός, verfehlend, Mißlingen verursachend, Galen. τινός, Hippodam. Stob. 103, 26.
-
54 ἀπο-τελεστικός
ἀπο-τελεστικός, wirksam, vollendend, τινός Plat. Defin. 412 c; Plut.
-
55 ἀπο-τείνω
ἀπο-τείνω (s. τείνω), 1) ausspannen, ausdehnen, μακρὸν λόγον, eine ununterbrochene, lange Rede halten, Plat. Prot. 336 c Rep. X, 605 c; οἱ δὲ ἔτι τούτων μακροτέρους ἀποτείνουσι μισϑοὺς παρὰ ϑεῶν, sie dehnen sie weiter aus, ib. II, 363 d; δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα Xen. An. 1, 8, 10; φϑόγγον Plut. Sull. 7; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν Luc. Prom. 6; vgl. Plat. Rep. X, 605 d; absolut, πόῤῥω ἀποτενοῦμεν, wir werden zu weit gehen, Plat. Gorg. 458 c; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει, hält an im Tönen, Prot. 329 a; μαχὀμενοι, fortfahren zu kämpfen, Plut. de ad. et amic. discr. 25. – 2) παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς Luc. Rhet. praec. 9, scharf abgegränzt, mit bestimmten (angespannten) Umrissen; – πρός τινα, auf Einen sticheln, Luc. Nigr. 13, wie τινά D. S. 5, 17. – Med., sich anstrengen, bes. angestrengt disputiren, ὑπέρ τινος D. S. 5, 17.
-
56 ἀπο-τίνω
ἀπο-τίνω (s. τίνω, ι bei Ep. -, att. ñ), Einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen, τιμήν τινι Il. 3, 286; νῠν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186, vgl. Her. 3, 109; σύν τινι Il. 4, 161; εὐεργεσίας, Wohlthaten vergelten, Od 22, 235; ὑπερβασίην ἀποτῖσαι, abbüßen, 13, 193; νῦν δ' ἁϑρόα πάντ' ἀπέτισεν Od. 1, 43, vgl. Iliad. 22, 271; αἷμα, φόνον, für einen Mord büßen, Aesch. Ag. 1311 Eur. I. T. 338; ζημίαν Plat. Legg. IX, 882 a; τίσιν τινί Her. 3, 109, Strafgeld erlegen; τῆς ἀνοίας τοὺς μισϑούς Pol. 4, 35, 15. Sehr gew. im att. Recht, παϑεῖν ἢ ἀποτῖσαι, von Leibes- und Geldstrafen, Plat. Apol. 36 b; Aesch. 1, 15 u. sonst; übh. Schuldiges bezahlen, Sold, Xen. An. 7, 6, 16; χρήματα Lys. 1, 29; Xen. Cyr. 8, 8, 6; λειτουργίαν Dem. 28, 17; – ἀποτιστέον Xen. Lao. 9, 5. – Med., sich von Einem etwas büßen lassen, rächen; πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 1, 6, 255; βίας τινί, Gewallthaten an Einem rächen, Od. 3, 216; βίας τινός, Jemandes Gewaltthaten strafen, 11, 118; ἀπετίσατο ποινὴν ἰφϑίμων ἑτάρων, Buße für die getödteten Gefährten, Od. 23, 312; τινά, sich an Jemandem rächen, 13, 386; τούτους οἱ ϑεοὶ ἀποτίσαιντο, strafen. Xen. An. 3, 2, 6; Cyr. 5, 4, 35; ἀποτίσασϑαι δίκην ἐχϑρούς, sich Genugthuung von den Feinden verschaffen, Eur. Heracl. 852. 882. Auffallend steht Aesch. Ag. 1484 ἀλάστως τόνδ' ἀπέτισε, wo man das med. erwartete.
-
57 ἀπο-τῆλε
-
58 ἀπο-φοιτάω
ἀπο-φοιτάω, weggehen, παρά τινος, vom Lehrmeister, Plat. Gorg. 489 d; πρός τινα, zu einem andern Lehrer gehen, Dinarch. frg. bei Suid. v. χρυσοχοεῖν; vgl. Plut. Lys. 4; – auseinander gehen, sich trennen, VLL., auch = sterben.
-
59 ἀπο-χαρίζομαι
ἀπο-χαρίζομαι, dep. med., von etwas mittheilen, schenken, τινός Eustath. amor. 1.
-
60 ἀπο-ψηφίζομαι
ἀπο-ψηφίζομαι, med., 1) durch seine Stimme lossprechen, für die Freisprechung stimmen, Plat. Apol. 34 b; τινός, öfter bei Rednern, Ggstz καταψηφίζεσϑαι Antiph. 6, 10; Lys. 6, 37; Dem. 59, 111. – 2) durch Abstimmen verwerfen, absol., Xen. An. 1, 4, 15 u. sonst; νόμον Plat. Legg. VII. 800 d; dagegen stimmen, μή c. inf., Xen. Hell. 3, 5, 8; Din. 2, 9; Dem. 19, 174. Ggstz δέχομαι 10, 34; ausstoßen, aus einem Demos, 57, 11. 56; vgl. ἔστ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν ϑεῶν Ἔρως Aristophon. Ath. XIII, 563 b; ἀποψηφίζεται τοῠ πολιτεύματος Plut. Phoc. 28.
См. также в других словарях:
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» … Dictionary of Greek
οπόστος — ὁπόστος, η, ον (Α) 1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.) 2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» πόσες γενιές απέχω από… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek