-
121 ἁρπακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπακτήρ
-
122 ἐλεγκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεγκτήρ
-
123 ἐξαυστήρ
A flesh-hook for taking meat out of a pot, A.Fr. 2, Poll.6.88, EM346.56, Hsch.; [ἐξ]αυστήρ IG2.818.27
; ἐξ[αυστήρ] ib.689.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαυστήρ
-
124 ἐπακτήρ
A = ὁ κύνας ἐπάγων, hunter, huntsman,ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες Od.19.435
;ἄνδρες ἐ. Il.17.135
; later, fisherman, A.R.1.625.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακτήρ
-
125 ἐπιτακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτακτήρ
-
126 ἐργαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστήρ
-
127 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
128 ἑλικτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικτήρ
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
θυμιατή — θυμιατήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ) θυμιατό, θυμιατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιώ. Αξιοσημείωτη η κατάλ. τήρ, που δηλώνει συνήθως τον δράστη (πρβλ. δo τήρ), ορισμένες φορές όμως και το όργανο (πρβλ. ηθη τήρ)] … Dictionary of Greek
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek