-
21 καυστηριάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστηριάζω
-
22 καυτήριον
καυ-τήριον, τό,A branding iron, E.Fr. 815 (cj.), LXX 4 Ma.15.22, Luc.Pisc.52 (vulg. καυστ-), Apol.2, Hippiatr.26: metaph.,ὥσπερ καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν D.S.20.54
.III instrument used in encaustic painting, Dig.33.7.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυτήριον
-
23 κιθαριστήριος
II Subst. -τήριον, τό, performance on the cithara, BGU1125.26 (pl., i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστήριος
-
24 κλιντήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντήριον
-
25 κλυστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυστήριον
-
26 κλωστήριον
κλωσ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωστήριον
-
27 κονιστήριον
κονῑσ-τήριον, τό,A = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονιστήριον
-
28 κοπτήριον
κοπ-τήριον, τό,A place where grain was beaten out, PCair.Zen.464.9,al.(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπτήριον
-
29 κρατευτήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατευτήριον
-
30 λεαντήριον
λεαν-τήριον, τό,A polisher, PLeid.X.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεαντήριον
-
31 λουτήριον
A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.);λουτήρια μέγιστα A.Fr. 366
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λουτήριον
-
32 μαλθακτήριον
μαλθακ-τήριον, τό,A = μάλαγμα, Hp.Superf.27,29, Aret.CA1.8, CD 1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακτήριον
-
33 μελαντήριον
μελαν-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελαντήριον
-
34 περιρραντήριον
περιρραν-τήριον, τό,A utensil for besprinkling, esp. whisk for sprinkling water at sacrifices, or uessel for lustral water, Hdt.1.51, Porph.Abst.2.27 (pl.):—written [full] περιραντήριον in Inscrr., IG22.1641.38, 11(2).287 A 93 (Delos, iii B. C.), SIG253 ii 10 (Delph., iv B. C.).II περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the market-place sprinkled with lustral water, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. 3.176, Luc.Sacr.12, 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρραντήριον
-
35 προμαλακτήριον
προμᾰλακ-τήριον, τό,A the room in which bathers were rubbed before bathing, Gal.12.239 ([full] προμάλακτον Sch.Nic.Al. 111 is f.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμαλακτήριον
-
36 προσευκτήριον
προσευκ-τήριον, τόGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσευκτήριον
-
37 σημαντήριον
σημαν-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημαντήριον
-
38 σηπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηπτικός
-
39 σκεπτήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπτήριον
-
40 σοφιστήριον
σοφισ-τήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφιστήριον
См. также в других словарях:
τήριον — τηρέω watch over imperf ind act 3rd pl (doric) τηρέω watch over imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επισκεπτήριο — το 1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που τό δίνει ή τό στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.) 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις… … Dictionary of Greek
καταβαπτιστήριον — καταβαπτιστήριον, τὸ (Α) εκκλ. σχισματικό βαπτιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβαπτίζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. αγνισ τήριον, βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
κληρωτήριον — κληρωτήριον, τὸ (Α) 1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί 2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.) 3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση… … Dictionary of Greek
κοιτατήριον — κοιτατήριον, τὸ (Α) επιγρ. υπνοδωμάτιο, κοιτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη, με αναλογικό σχηματισμό κατά τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εστια τήριον, ευνα τήριον)] … Dictionary of Greek
κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + … Dictionary of Greek
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
κρατευτήριον — κρατευτήριον, τὸ (Α) το μέταλλο ή η πέτρα στην οποία τοποθετούσαν τις σούβλες για το ψήσιμο τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατευτής + επίθημα τήριον (πρβλ. δουλευ τήριον, ταμιευ τήριον)] … Dictionary of Greek