-
1 περιρραντήριον
περιρραν-τήριον, τό,A utensil for besprinkling, esp. whisk for sprinkling water at sacrifices, or uessel for lustral water, Hdt.1.51, Porph.Abst.2.27 (pl.):—written [full] περιραντήριον in Inscrr., IG22.1641.38, 11(2).287 A 93 (Delos, iii B. C.), SIG253 ii 10 (Delph., iv B. C.).II περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the market-place sprinkled with lustral water, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. 3.176, Luc.Sacr.12, 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρραντήριον
См. также в других словарях:
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek