-
1 θελκτήριον
θελκ-τήριον, τό,A charm, spell, of the girdle of Aphrodite,ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215
; of heroic lays,βροτῶν θελκτήρια Od.1.337
; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch. 670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu. 886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT 166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριον
См. также в других словарях:
θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… … Dictionary of Greek