-
21 ὑπειδόμην
ὑπειδόμην, [tense] aor. [voice] Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a [tense] pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. 111):—A view from below, behold, E. Supp. 694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' .. Id.Hyps.Fr.60.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπειδόμην
-
22 ἐπανοιστέον
ἐπ-αν-οιστέον, adj. verb. zu ἐπαναφέρω, τὴν αἰτίαν οὐκ εἰς τὴν τύχην, man muß nicht die Schuld aufs Schicksal schieben -
23 προς-μένω
προς-μένω (s. μένω), 1) dabei bleiben, verweilen, ausharren; σῖγα πρόςμενε, Soph. El. 1391; O. R. 620; Her. 8, 4; c. dat., bevorstehen, πάϑεα προςμένει τοκεῠσιν, Aesch. Eum. 474. – 2) trans. erwarten, c. acc., Theogn. 1140; ἀλαλὰν Λυκίων, abwarten, ohne zu fliehen, im Kampfe bestehen, Pind. N. 3, 60; τὸν βοτῆρα προςμεῖναι, Soph. O. R. 837; Trach. 522 El. 160; προςμένουσα τὴν τύχην, Eur. Med. 1116; Xen. auch mit folgdm ἕως, Hell. 2, 4, 7.
-
24 παρα-τεταγμένως
παρα-τεταγμένως, adv. part. perf. pass. von παρατάσσω, in völliger Schlachtordnung, wohlgerüstet, Sp.; übertr., παρατ. καὶ καρτερούντως ἀμύνεσϑαι τὴν τύχην, Plat. Rep. III, 399 b.
-
25 συμ-φρονέω
συμ-φρονέω, 1) eines Sinnes od. gleicher Meinung mit Jemandem sein, ihm beistimmen, es mit ihm halten, von seiner Partei sein, bes. bei Empörungen, Pol., sowohl absol., 2, 22, 1 u. öfter, als ἀλλήλοις εἴς τι, 4, 60, 4, ἐπί τινι πράγματι, 3, 2, 8, πρὸς τοὺς φίλους περί τινος, 4, 81, 3; dah. auch = einwilligen, Ath. XII, 521 a. – 2) begreifen, einsehen, verstehen, merken, Plut. Them. 28; τῷ σχήματι τὴν τύχην, Pomp. 37; wieder zur Besinnung kommen, Cat. min. 70; überlegen, ὃ δέον ἦν ποιεῖν, Pol. 18, 9, 2.
-
26 ταμιεύω
ταμιεύω u. als dep. med. ταμιεύομαι, ich bin ein ταμίας, eine ταμία, Haushalter, Wirthschafter, Verwalter; Ar. Equ. 943, dem folgenden ἐπιτροπεύειν entsprechend; oft auch med., Th. 419 Eccl. 609; Plat. Rep. V, 405 c; ταμιεύσας τῆς παράλου, Dem. 2 l, 173; übh. verwalten, Δωριεῖ χώραν λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ, Pind. Ol. 8, 30; ταμιεύσας ἐν ἀκροπόλει τὰ ἀριστεῖα τῆς πόλεως, Dem. 24, 129; übertr. sagt Soph. Ant. 940 von der Danae καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein, ἐφ' ὧν ποταμῶν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσϑαι ὁπόσοις ἂν ὑμῶν βουλώμεϑα μάχεσϑαι, Xen. An. 2, 5, 18; vgl. Thuc. 6, 18, οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσϑαι ἐς ὅσον βουλόμεϑα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 47. 4, 1, 18; ταμιεύου τἀργύριον καὶ φύλαττε, Luc. adv. ind. 25. – Uebertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. – Von der Zeit, nur im med., ἐς τὸ αὐριον ταμιεύεσϑαι τὸ μῖσος, verschieben, aufsparen, Luc. Prom. 8; Plut.; dah. ταμιεύεσϑαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen, D. Hal. – Bei den Römern = quaestor sein, Plut. Num. 9.
-
27 κατα-δακρύω
κατα-δακρύω, 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.
-
28 κατ-οδύρομαι
κατ-οδύρομαι, med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.
-
29 κακίζω
κακίζω, schlecht machen, tadeln, schelten; λοιδορέων τε καὶ κακίζων μιν Her. 3, 145; ἐκάκιζον, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι Thuc. 2, 21; pass. geschmäht werden, 1, 105; πολλά τινα Plat. Phaedr. 254 c; καὶ νουϑετεῖν Rep. VIII, 560 a; τὴν τύχην Dem. 18, 306; Sp. – Pass. sich schlecht zeigen, bes. feig handeln, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα, ἀλλὰ πρὸ Τρώων ἑσταότα Il. 24, 214; μὴ κακισϑῇς, sei nicht feige, Eur. Med. 1246; οὐ μ ὴ κακισϑεὶς εἰς ἀνανδρίαν πέσῃς El. 977; Plat. Menex. 247 c; τύχῃ κακιζόμενοι Thuc. 5, 75. – Adj. verb. κακιστέον, Eur. I. T. 105.
-
30 δακρύω
δακρύω, fut. δακρυσω, bei Tryphiod. 394 δακρύσομαι, 1) intransit., weinen, Thränen vergießen; Hom. Odyss. 1, 336 δακρύσασα, Iliad. 1, 349 δακρύσας; Isocr. 4, 168 ἐπί τινι δακρύειν. – 2) transitiv, mit Thränen benetzen: Eur. Hel. 948 δακρῠσαι βλέφαρα. Bei Hom. das perfect. pass. = mit Thränen benetzt, bedeckt sein: δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε Odyss. 20, 204, δεδάκρυνται δὲπαρειαί Odyss. 20, 353 Iliad. 22, 491; τίπτε δεδάκρυσαι Iliad. 16, 7. So Plat. Axioch. 364 b δεδακρυμένος; Plut. Aemil. Paull. 10 δεδακρυμένην; Paus. 1, 21, 5 δεδακρυμένην; Straton. 54 (XII, 212) δεδακρυμένον. – Hierher gehört vielleicht auch Soph. Aj. 580 μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε, die Klage mit Thränen benetzen; doch kann auch δακρύειν γόους so gefaßt werden wie δακρὐειν δάκρυα. – 3) transitiv, beweinen, τινά oder τί: Soph. O. R. 1486, u. öfter bei Tragg.; τὴν τὐχην Dem. 18, 287; pass., beweint werden, Aesch. Spt. 814; Eur. Hel. 1226, der Herc. f. 528 δακρὐοντα συμφορᾶς τινος vrbdt, über ein Unglück. [υ ist nur bei sp. D. zuweilen kurz.]
-
31 μοῖρα
1a portion, (c. partit. gen.)ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
b due (share) c. appositive gen. ( Ἑρμᾶν) ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων contests as his due O. 6.79 ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd., fort. recte) O. 7.76 εὔχομαι (sc. σε) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν as regards the blessings that are their due O. 8.86 τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται happiness as your due P. 3.84 ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ during the banquet, which was their due P. 4.127ἐκάλειφιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν contests, which are allotted to them N. 10.53 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ i. e. two prizes allotted to him I. 3.10 πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτοκαλῶν I. 5.15
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.c destinyIἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.17
μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν N. 9.29
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.43
II doom Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων ( ἄνυσσεν v. l.: “ein Wortspiel,” Wil., 146) P. 12.12ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.64
πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 117a. < μοῖρα> (supp. Bergk) Θρ. 3. 8.2 pro pers.a sing., as personification of 3 supra. Apportioning, Destinyὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.21
οὕτω δὲ Μοῖρ' ἅ τε πατρώιον τῶνδ ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον, ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.35
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
b pl., the Fates, viz. Klotho O. 1.26, I. 6.8; Lachesis O. 7.64, Πα. 12. 77; Tyche fr. 41: in the company of Eleithuia O. 6.42, N. 7.1, Πα. 12. 17; of Time O. 10.52τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
Μοῖραι δ' ἀφίσταντ P. 4.145
Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων N. 7.1
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.18
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον fr. 30. 3. test., Paus., 7. 26. 8., ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τ' ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41.3 fragg. ἔμαθον δ' ὅτι μοιραν[ Πα. 13. c. 5. ]εοι μοῖρ' ἔνθα[ Θρ.. 11. ]μοιραν εχ[ ?fr. 337. 15. -
32 τύχα
τύχα (-α, -ας, -ᾳ, -αν, -αις.)1 luck, (good) fortuneΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ P. 9.72
γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
τύχᾳ δὲ μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.25ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.31
ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. esp. dat. c. gen., of fortune sent by a divinity, by grace of,ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακών O. 8.67
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
“ τύχᾳ θεῶν ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” P. 8.53ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
pl.,θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
, pro pers.,παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.2
, cf. fr. 38. φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39. ἀπειθὴς (sc. Τύχα) — δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40. test., Paus., 7. 26. 8, ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41. -
33 ζυγομαχέω
2 generally, struggle, quarrel, τινι Com.Adesp. 207, cf. Hyp.Fr. 245, Procop.Gaz.p.141 B.; πορνοβοσκοῖς.. διὰ βίου ζ. Phld.Herc.223.8;περί τινος D.39.6
;πρὸς τὴν τύχην Men.673
;πρὸς οἰκέτην Plu.Cat.Ma.21
, cf. Chor. in Hermes 17.235;ὑπὲρ ὀνόματος Gal. 10.963
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγομαχέω
-
34 κακίζω
A abuse, reproach, τινα Hdt.3.145, D.34.2;κ. τινὰ ὅτι οὐκ.. Th.2.21
; νουθετεῖν τε καὶ κ. Pl.R. 560a; τὴν τύχην κ. D.18.306, cf. 21.73: abs., Epicur.Nat.28.12, 72 G.:—[voice] Pass., to be reproached,ὑπό τινος Th.1.105
.II make cowardly, E.IA 1435:—[voice] Pass., play the coward,οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Il.24.214
;καὶ μὴ κακισθῇς E. Med. 1246
, cf. El. 982, Pl.Mx. 247c; κακιζόμενοι τύχῃ worsted by fortune alone, Th.5.75. -
35 λοιδορέω
Aἐλοιδόρησα E.Med. 873
, etc.: [tense] pf.λελοιδόρηκα Pl.Phdr. 241e
:—[voice] Med. and [voice] Pass. (v. infr.), [tense] fut. - ήσομαι Ar.Eq. 1400, etc.: [tense] aor.ἐλοιδορησάμην Is.6.59
; [dialect] Att. more freq.ἐλοισορήθην D.9.54
,54.5 (v. infr.): ([etym.] λοίδορος):—abuse, revile, τινα Hdt.3.145;θεούς Pi.O.9.37
, cf. Ar.Nu. 1140, X. An.3.4.49, BGU 1007.6 (iii B. C.), etc.: abs., E. l. c., etc.; sts. simply, rebuke, X. Cyr. 1.4.9;οἶνον εἰς ἐπίνοιαν λ. Ar.Eq.90
, cf. Plu.2.175b ([voice] Pass.): with neut. Adj.,ἐμαυτὸν πόλλ' ἐλοιδόρησα E.Hel. 1171
;οὐδὲν οὐδένα λ. Pl. Tht. 174c
;λ. ἔνια Arist.EN 1128a31
: with a predicate added, [τὴν Τύχην] λ. τυφλήν reproach fortune as blind, Plu.2.98a:—[voice] Med., rail at one another, Antipho 2.1.4, Ar.Ra. 857, D.54.18:—[voice] Pass., λοιδοροῦντας ἢ λοιδορουμένους reviling or reviled, Isoc.2.47, cf. Phld.Lib.p.29 O.; λελοιδορημένος ὑπὸ .. rebuked.., X.HG5.4.29;οὐκ ἐν δίκη λοιδορηθείς Pl.Phdr. 275e
, cf. Grg. 457d.II [voice] Med. with [tense] aor. [voice] Pass. in act. sense, c. dat. pers., rail at, τινι Ar.Eq. 1400, Pl. 456, Ec. 248, Pl.R. 395d, etc.; alsoλ. ἐπί τινι X.Ages.7.3
; τινος Ach.Tat.1.6;εἴς τινα Luc.Anach.22
; : c. acc. cogn., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι .. they use all kind of foul reproaches, saying that.., Hdt.4.184; . —[voice] Act. never has dat. exc. in later Gr., LXX Ex.17.2, 2 Ma.12.14, Epict.Ench.34, Ant.Lib.22.5; in And.1.67 ([etym.] ἠναντιώθην καὶ ἀντεῖπον —καὶ ἐλοιδόρησα—ἐκείνῳ ὧν ἦν ἄξιος) the dat. (if correct) depends on the other verbs; as does the acc. inοὓς ὕβριζες καὶ ἐλοιδοροῦ Hyp. Dem.Fr.
(a).—Only the [voice] Act. is found in Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδορέω
-
36 μετοιωνίζομαι
A effect an auspicious change in, procure happier omens for,τὰς τῆς πόλεως πράξεις Din.1.29
; τὴν τύχην ib.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοιωνίζομαι
-
37 συνυποφέρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνυποφέρω
-
38 σχετλιάζω
A complain of hardship, utter indignant complaints, Ar. Pl. 477, Aeschin.3.146, D.40.53, Thphr.Char.8.9, etc.;σ. φάσκων.. Antipho 3.4.4
;σ. ὡς δεινὰ πάσχουσι Pl.Grg. 519b
;σ. καὶ λέγειν ὡς.. Aeschin.2.154
;σ. ἐπὶ τῇ τόλμῃ D.34.19
;πρὸς τὴν τύχην Aristaenet. 2.7
: c. neut. Adj.,σ. τὸ συμβάν Id.1.6
; τοιαῦτα ς. Plu.Cam. 31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχετλιάζω
-
39 ἐπαρίστερος
ἐπᾰρίστερ-ος, ον,A towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα (nisi scrib. ἐπ' ἀρ-) Hdt.2.36,93,4.191; butἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36
.2 written from right to left, Tab.Defix.67a8 (iii B. C.).II left-handed, D.C.72.19: usu. metaph., 'gauche', Ephipp.23;ἐ. ἔμαθες γράμματα
at the wrong end,Theognet.
1.7;βουλεύματα D.S.8
Fr.5; ἐ. Κάτωνες awkward imitators of Cato, Plu.Cat.Ma.19. Adv.-ρως, λαμβάνειν τι Men.325.2
;τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαρίστερος
-
40 ὀττεύομαι
A divine from an ominous voice or sound ([etym.] ὄσσα) , ὀττευομένη δὲ κάθηται she sits looking for omens, of a lover, Ar.Lys. 597; ταῖς τούτων κληδόσι by the cries of children, Plu.2.356e;πρὸς [κόρακος] βοήν Ael.NA1.48
: generally, have forebodings of a thing,τὸ μέλλον Plb.27.16.5
;τι περὶ τῶν ὅλων Id.1.11.15
: c. (acc. et) inf., augur that.., Porph.Antr.33, Luc. Lex.19.II regard as ominous, τὴν τύχην, τὸ ἔργον, D.H.9.23, 55: hence, deprecate as ill-omened,πάντα τῦφον Id.2.19
.—The [voice] Act. ὀττεύουσιν prob. f.l. in Ael.NA3.9 ( ὀπυίουσιν cj. Pierson Moer.p.279 P.): κλῃδονίζομαι was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀττεύομαι
См. также в других словарях:
Καισάρα φέρεις τὴν καισάρσς τύχην. — См. Цезаря везешь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
παρονομάζω — Α 1. ονομάζω κάτι με ονομασία ελαφρά αλλοιωμένη, αλλάζω ελαφρά το όνομα κάποιου («Ἀκτικὴν τὴν νῡν Ἀττικήν παρονομασθεῑσαν», Στράβ.) 2. παράγω, σχηματίζω ένα όνομα από άλλο 3. παθ. παρονομάζομαι παίρνω παρωνύμιο, παρατσούκλι 4. προσθέτω σε κάποιον … Dictionary of Greek
ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… … Dictionary of Greek
FATA alicujus produci posse — si eius vicem subeat alter. velut hostia quaedam succidanea, Vett. persuasio fuit; Cuiusmodi superstitionis, falsissimae quidem, sed ex vero manantis, exempla non in Graecorum, et Romanorum solum historiis: sed et multarum aliarum gentium… … Hofmann J. Lexicon universale
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… … Dictionary of Greek
επιψεκάζω — (AM ἐπιψεκάζω) ψεκάζω, ραντίζω μια επιφάνεια αρχ. παρέχω κάτι με φειδώ, με μέτρο («τὴν τύχην οὐ δὲ ὀλίγα σοι τῶν χαρίτων ἐπιψεκάσασαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] … Dictionary of Greek
κλήρωση — η (AM κλήρωσις) [κληρώ] η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.) νεοελλ. 1. η εξαγωγή λαχνών από… … Dictionary of Greek