Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φερέπολις

См. также в других словарях:

  • Φερέπολις — upholding the city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέπολις — upholding the city nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] …   Dictionary of Greek

  • Φερέπολιν — Φερέπολις upholding the city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέπολιν — φερέπολις upholding the city acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТИХА —    • Τύχη,        1. богиня случая и судьбы; Гесиод (Hesiod. theog. 360) причисляет ее к дочерям Океана и Тефеи, Пиндар к Майорам. Ее изображали с различными атрибутами: как управительница судеб она держит в руках руль жизни и шар, символ… …   Реальный словарь классических древностей

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»