-
1 φερέπολις
1 upholder of cities φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39. -
2 φερεπολις
-
3 Φερέπολις
Φερέπολιςupholding the city: fem nom sg -
4 φερέπολις
φερέπολιςupholding the city: nom sg -
5 φερέπολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέπολις
-
6 φερέπολις
φερέ-πολις, ιος, die Stadt, den Staat tragend, erhaltend -
7 Φερέπολιν
Φερέπολιςupholding the city: fem acc sg -
8 φερέπολιν
φερέπολιςupholding the city: acc sg -
9 φερέ-πτολις
φερέ-πτολις, ιος, ὁ, ἡ, poet. statt φερέπολις, Opp. Hal. 1, 197.
-
10 τύχα
τύχα (-α, -ας, -ᾳ, -αν, -αις.)1 luck, (good) fortuneΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ P. 9.72
γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
τύχᾳ δὲ μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.25ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.31
ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. esp. dat. c. gen., of fortune sent by a divinity, by grace of,ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακών O. 8.67
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
“ τύχᾳ θεῶν ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” P. 8.53ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
pl.,θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις P. 8.72
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
, pro pers.,παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.2
, cf. fr. 38. φερέπολις (sc. Τύχα) fr. 39. ἀπειθὴς (sc. Τύχα) — δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον fr. 40. test., Paus., 7. 26. 8, ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41. -
11 φερέπτολις
A v. φερέπολις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέπτολις
См. также в других словарях:
Φερέπολις — upholding the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέπολις — upholding the city nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] … Dictionary of Greek
Φερέπολιν — Φερέπολις upholding the city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέπολιν — φερέπολις upholding the city acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТИХА — • Τύχη, 1. богиня случая и судьбы; Гесиод (Hesiod. theog. 360) причисляет ее к дочерям Океана и Тефеи, Пиндар к Майорам. Ее изображали с различными атрибутами: как управительница судеб она держит в руках руль жизни и шар, символ… … Реальный словарь классических древностей
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις … Dictionary of Greek