Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τέ-θνη-κα

См. также в других словарях:

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • АРНОБИЙ —    • Arnobius,          африканец («Afer») из Сикки, ум. ок. 330 г. от Р. X; один из замечательнейших и древнейших писателей западной христианской церкви. Был сперва ритором в своем родном городе и еще до принятия крещения написал ок. 295 г.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

  • GENTES — adversus quas Arnob. aliique scripsêre, seu Nationes, ut quorundam MSS. ἐπιγραφῆ habet, una eademque res. Infideles nempe omnes populi appellantur in V. T. libris Gap desc: Hebrew, et inde in Evangelistarum Apostolorum monumentis Ε῎θνη, quia viz …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROCLAIS — urbs Indiae intra Gangem. Ptol. Gangariûm regia Plin. l. 6. c. 19. in cuius regione, quam Gandaraum vult esse Ptolemaeus, sitam inter Suastum et Indum, Bucephalos Alexandria recensetur ab Arriano, vel quisquis alius est Peripli Maris Erythraei… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • θνησείδιον — θνησείδιον, τὸ (Α) (για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη τού θνῄσκω* + υποκορ. κατάλ. είδιον (πρβλ. αμφορ είδιον, βασιλ είδιον, γραφ είδιον)] …   Dictionary of Greek

  • θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον …   Dictionary of Greek

  • νεοθνής — νεοθνής, ό και ἡ (Α) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θνής (< θ. θνᾱ / θνη τού θνήσκω), πρβλ. ημι θνής] …   Dictionary of Greek

  • χειμοθνής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α κοκαλωμένος από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + θνής (< θ. θνᾶ / θνη τού θνῄσκω), πρβλ. ἀνδρο θνής, λιμο θνής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»