-
101 режиссура
-ы θ.1. βλ. режиссрство.2. η σκηνοθεσία (τέχνη).3. (αθρσ.) οι σκηνοθέτες. -
102 резец
-зца α.1. (τεχ.) κοπίδι. || σμίλη.2. μτφ. τέχνη, μαστοριά γλύπτη.3. (για δόντια) • κοπτήρας. -
103 романтик
-а α.1. ρωμαντικός (οπαδός της ρωμαντικής σχολής στην Τέχνη και στα Γράμματα).2. ονειροπόλος. -
104 скорняжничество
-а ουδ. η γουναρική (τέχνη) ή το επάγγελμα του γουναρά. -
105 снайперство
-а ουδ.τέχνη ακριβούς βολής. -
106 суждение
-я ουδ.κρίση, γνώμη, άποψη•суждение об искусстве κρίση για την Τέχνη.
-
107 супрематизм
-а α.υπερτατισμός (στην τέχνη). -
108 танцевальный
επ.χορευτικός, του χορού•танцевальный зал αίθουσα χορού•
-ая музыка μουσική χορού•
-ая школа σχολή χορού•
-ое искусство χορευτική τέχνη•
танцевальный вечер η χοροεσπερίδα.
-
109 театр
-а α.1. το θέατρο (ως Τέχνη)•древнегреческий театр το αρχαιοελληνικό θέατρο•
кукол κουκλοθέατρο•
оперный театр μελοδραματικό θέατρο•
драматический театр δραματικό θέατρο.
|| το ίδρυμα, το κτίριο•работаю в -е εργάζομαι στο θέατρο•
иду в театр πηγαίνω στο θέατρο.
2. το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα•театр военных действий το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
3. θέαμα, παράσταση•сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράσταση.
4. τα θεατρικά έργα•театр мольера τα έργα του Μολιέρου.
εκφρ.на -е – στη σκηνή. -
110 театральный
επ.1. θεατρικός, του θεάτρου•-ое искусство η θεατρική τέχνη•
театральный билет εισιτήριο θεάτρου•
-ая критика η κριτική του θεάτρου•
-ые костюмы τα θεατρικά ενδύματα•
-ое училище σχολή θεάτρου.
2. μτφ. προσποιητός, θεατρινίστικος. -
111 театровед
-а α.ειδικός στη θεατρική τέχνη, θεατρολόγος. -
112 техника
-и θ.1. η τεχνική•развитие -и η ανάπτυξη της τεχνικής•
передовая техника πρωτοπόρα τεχνική•
достижения науки итехникаи οι επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
|| αθρσ. οι μηχανές, τα μηχανικά μέσα. || τεχνικός εξοπλισμός, τεχνικά μέσα•военная техника τα πολεμικά τεχνικά μέσα•
техника сельского хозяйства τα τεχνικά αγροτικά μέσα.
2. τεχνικοί κανόνες• δεξιοτεχνία•техника шахматной игры η τέχνη του σκακιού•
музыкальная техника μουσική δεξιοτεχνία.
εκφρ.техника безопасности – τα μέτρα προστασίας από ατυχήματα στον τόπο της δουλειάς. -
113 типизация
-и θ.τυποποίηση. || ταξινόμηση.(φιλγ., Τέχνη) επιλογή κοινωνικών τύπων. -
114 типизирование
-я ουδ. (φιλγ., Τέχνη) τυποποίηση (επιλογή κοινωνικών τύπων). -
115 типизировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. типизированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.1. τυποποιώ• ταξινομώ• κατατάσσω.2. (φιλγ., τέχνη) επιλέγω τους κοινωνικούς τύπους.τυποποιούμαι. -
116 типичность
-и θ.1. τυπικότητα, ίδια ιδιομορφία σε ένα σύνολο•типичность лица η τυπικότητα του προσώπου.
2. το σύνηθες.3. (φυλγ., Τέχνη) τυπικότητα (απεικόνιση σε μια μορφή ή ένα φαινόμενο χαρακτηριστικά πολλών προσώπων ή φαινομένων). -
117 типичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τυπικός, χαρακτηριστικός, ίδιος•типичный средневековый город τυπική μεσαιωνική πόλη.
2. συνήθης, -σμένος, φυσικός•типичный случай συνηθισμένη περίπτωση•
-ая ощибка τυπικό λάθος.
3. (φιλγ., Τέχνη)• τυπικός (ενωποιημένες μορφές ή φαινόμενα σε μια μορφή ή ένα φαινόμενα). -
118 типографский
επ.τυπογραφικός•типографский рабочий ο τυπογράφος•
-ая техника η τυπογραφική τέχνη•
-ая краска τυπογραφική μελάνη•
типографский шрифт τα τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα).
-
119 токарный
επ.του τόρνου•токарный станок ο τόρνος•
-ое дело η τορνευτική τέχνη•
βλ. токарня. -
120 трюкачество
-а ουδ.1. η τέχνη του τρυκ.2. απάτη, κατεργαριά, λοβιτούρα.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek