-
61 загибщик
-а α.ο παρεκκλίνων (στην πολιτική, επιστήμη, Τέχνη). -
62 знаток
-а α.γνώστης, ειδικός, ειδήμονας•в искусстве ειδικός στην Τέχνη•знаток в поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης•
знаток сво6го дела κατεχάρης.
-
63 знаточество
-а ουδ. (για Τέχνη, Γράμματα) γνώση, ειδημοσύνη. -
64 идейный
επ., βρ: -ен, -ина, -йно.1. ιδεολογικός•-ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος•
-ое оружие ιδεολογικό όπλο.
2. ιδανικός, ιδεώδης•-ое содержание произведения η ιδέα του έργου.
3. προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών•-ое искусство προοδευτική τέχνη•
идейный человек άνθρωπος προοδευτικών ιδεών.
-
65 изладить
-ажу, -адишьρ.σ.μ. (διαλκ.) ματορεύω, φτιάχνω με τέχνη. || ετοιμάζω, ταχτοποιώ.ετοιμάζομαι για κάτι. -
66 икорный
επ.του χαβιαριού•-ое дело η χαβιαριακή τέχνη.
-
67 импровизаторство
-а ουδ. η τέχνη του αυτοσχεδιαστή. -
68 кинематограф
-а α.1. κινηματογραφική μηχανή,2. κινηματογραφική τέχνη.3. παλ. βλ. кинотеатр. -
69 киноведение
-я ουδ. η τέχνη του κινηματογράφου. -
70 киноискусство
-а ουδ.κινηματογραφική τέχνη. -
71 кисть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. το άκρο χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα).2. τσαμπί, βότρυς•виноградная кисть τσαμπί σταφυλιού.
3. θύσανος, κρόσσι, φούντα.4. πινέλο, χρωστήρας• βούρτσα χρωματίσματος.5. πινελιά, δεξιοτεχνία ζωγραφική. || μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πινέλο. -
72 колдовской
επ.1. μαγικός•-бе искусство η μαγική τέχνη•
колдовской цветок μαγικό λουλούδι.
2. μτφ. μαγευτικός, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός. -
73 красноречие
-я ουδ.1. ευφράδεια, ευγλωττία, ευστομία, το λέγειν.2. ρητορική τέχνη. -
74 кулинарный
επ.μαγειρικός•-ое искусство η μαγειρική τέχνη.
-
75 кумекать
ρ.δ. (απλ.) φαντάζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι. || καταλαβαίνω, έχω ιδέα από (τέχνη, ειδικότητα). -
76 лепной
επ.πλαστικός ανάγλυφος•-ое искусство η πλαστική τέχνη•
-ые украшения ανάγλυφα στολίδια•
-ые плафоны ανάγλυφες οροφές•
лепной карниз ανάγλυφη κορνίζα.
-
77 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
78 маг
-а α.1. μάγος (ιερέας παλαιών ανατολικών χωρών).2. εκείνος που κατέχει τη μαγική τέχνη. -
79 майолика
-и θ.1. μαγιόλικα.2. η μαγιολική τέχνη. -
80 мастер
-а, πλθ. -а α.1. μάστορας, -ης, έμπειρος τεχνίτης•оружейный мастер οπλοποιός• οπλοδιορθωτής•
сапожный мастер υποδηματοποιός•
часовой мастер ωρολογάς.
2. δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, τεχνίτης•мастер художественного слова λογοτέχνης•
-а искусства οι καλλιτέχνες.
3. αρχιτεχνίτης, μάστορας.4. έξοχος (τίτλος αθλητικός ή σκακιστή)•заслуженный мастер спорта διακεκριμένος αθλητής.
εκφρ.мастер своего дела – δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του•мастер на все руки – πολυτεχνίτης• χρυσοχέρης.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek