-
21 мозаика
-и θ.1. μωσαϊκό. || μωσαϊκή τέχνη, ψηφιδωτή τέχνη.2. μτφ. σύμφυρμα. -
22 декаданс
η παρακμή, η κατάπτωση, иск. η τέχνη της παρακμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декаданс
-
23 дело
1. (специальность, профессия, область знаний, круг знаний) το επάγγελμα, η τέχνηη δουλειά, η ασχολία, η επαγγελματική δράσηкнигоиздательское - οι εκδόσεις (πλ.)столярное - см. плотничье -2. (канц.) о φάκελος 3. (событие, факт, положение вещей, обстоятельства) η υπόθεση, το πράγμα, το ζήτημα 4. (круг ведения) η αρμοδιότητα, η δικαιοδοσία 5. (труд, работа) η δουλειά, η επαγγελματική δράση 6. (κ>ρ.) η υπόθεση, η δίωξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дело
-
24 ксилогравюра
η ξυλογραφία, το ξυλο-γράφημα (αντικείμενο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ксилогравюра
-
25 литография
1. (процесс) η λιθογραφίαη λιθογράφηση, (τέχνη, εργασία)2. (изделие) η λιθογραφία, το λιθογράφημα (αντικείμενο) 3. (цех) το λιθογραφείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литография
-
26 промысел
1. (ремесло или другое занятие как источник средств к существованию) η τέχνη, η βιοτεχνία 2 (добывание рыбы, птицы, зверя и т.п. ловлей, охотой) το κυνήγι και η αλιείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промысел
-
27 ремесло
η τέχνη, το επάγγελμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремесло
-
28 творчество
η δημιουργία, το δημιούργημα, το έργοнародное - η λαϊκή τέχνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > творчество
-
29 абстракционизм
абстрак||циони́змм ἡ ἀφηρημένη τέχνη. -
30 декаданс
декад||ансм ἡ παράκμή, ἡ κατάπτωση[-ις]. ἡ τέχνη τῆς παρακμής. -
31 декадентство
декад||ентствос ἡ τέχνη (или ἡ λογοτεχνία) ιής παρακμῆς. -
32 декоративный
декор||ати́вныйприл διακοσμητικός / σκηνογραφικός (в театре):\декоративныйати́вные растения τά διακοσμητικά φυτά· \декоративныйати́в-ное искусство ἡ διακοσμητική τέχνη. -
33 искусный
иску́сн||ыйприл ἐπιδέξιος, Ικανός (о человеке)/ φτιαγμένος μέ τέχνη (о работе и т. п.). -
34 кузнечный
кузнечн||ыйприл σιδηρουργικός:\кузнечный мех ὁ φυσητήρας, τό φυσερό· \кузнечныйое ремесло́ ἡ σιδηρουργία, ἡ τέχνη τοῦ σιδερᾶ· \кузнечный цех τό σιδηρουργεῖο. -
35 кулинарный
кулинар||ныйприл μαγειρικός:\кулинарныйное искусство ἡ μαγειρική τέχνη. -
36 ораторский
оратор||скийприл ρητορικός:\ораторскийское иску́сство ἡ ρητορική τέχνη, ἡ ρητορική. -
37 прикладной
прикладнойприл ἐφαρμοσμένος, ἐφηρ-μοσμένος· ◊ \прикладнойо́е искусство ἡ διακοσμητική τέχνη· \прикладнойая химия ἡ ἐφηρμοσ-μένη χημεία. -
38 промысел
про́мыс||елм1. (занятие, ремесло) τό ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη, τό ἐπιτήδευμα:кустарный \промысел ἡ βιοτεχνία· рыбный \промысел ἡ ἀλιεία· охотничий \промысел ἡ κυνηγεσία, τό κυνήγι· китобойный \промысел ἡ φαλαινοθηρία· отхожий \промысел ἡ δουλειά τής ἐποχής·2. чаще мн. (предприятие):нефтяные \промыселлы οἱ πετρελαιοπηγές· соляные \промыселлы οἱ ἀλυκές, τά ἀλατωρυχεϊα. -
39 реалистический
реалист||и́ческийприл ρεαλιστικός:\реалистическийи́ческое направление в искусстве ἡ σχολή τοῦ ρεαλισμοῦ στήν τέχνη. -
40 скорняжный
скорняжн||ыйприл τοῦ γουναρα:\скорняжныйое дело ἡ τέχνη τοῦ γουναρα· \скорняжныйые товары τά γουναρικά.
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek