-
1 τέρθρον
τέρθρον, τό, prop.II generally, end, extremity, ῥινῶν ἔσχατα τ. Emp. 100.4, cf. Poll.2.134; αἶψα δὲ τέρθρον ἵκοντο.. Οὐλύμποιο its summit, h.Merc.322 (v.l. ἵκοντο κάρηνα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέρθρον
-
2 τέρθρον
τέρθρον, τό, 1) das Aeußerste, Höchste, Empedocl. 252; das darum in die Augen Fallende, Hippocr. – 2) das äußerste Ende der Segelstange; die Raa, κεραία, nach Andern Löcher in einer Vorrichtung oben am Mast, an der die Segelstange befestigt ist; also von τετραίνω abzuleiten, während die erste Bdtg auf τέρμα hinzuführen scheint, VLL.
-
3 τερθρον
-
4 τέρθρον
τέρθρονthe end of the sail-yard: neut nom /voc /acc sgτέρθροςmasc acc sg -
5 τέρθρον
-
6 τέρθρα
τέρθρονthe end of the sail-yard: neut nom /voc /acc pl -
7 τέρθρων
τέρθρονthe end of the sail-yard: neut gen plτέρθροςmasc gen pl -
8 τέρθριος
τέρθριος, ὁ,A rope from the end of a sail-yard ([etym.] τέρθρον), used for reefing, Ar.Eq. 440, cf. Sch. ad loc.;τ. κάλοι Erot.
, Gal.19.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέρθριος
-
9 τέρμα
A end, boundary, chiefly poet.:I goal round which horses and chariots had to turn at races,περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309
; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib. 462, 466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib. 333, 358;ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114
; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El. 686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh. 1409b23.II generally, end, limit,δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr. 286
(anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl.,ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166
; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227.2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει.. πρὸς αὐτὸτ. Id.El. 1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr. 362, S.OT 1530 (troch.), E.Alc. 643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr. 1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr. 100 (anap.), 186 (lyr.), 259;Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax. 371e
; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu. 633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138.3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67); (lyr.);πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705
;τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10
;τ. τέχνης Parrhas. 2
; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag. 1002 (lyr.);ἀγχόνης τέρματα Id.Eu. 746
; θανάτου τ. E.Hipp. 140 (lyr.).4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112;θεοὶ.. πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp. 617
(lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter.., Id.Or. 1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge.., S.OC 725;δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ'.. ἔχετε AP12.170
(Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.)
См. также в других словарях:
τέρθρον — the end of the sail yard neut nom/voc/acc sg τέρθρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρθρα — τέρθρον the end of the sail yard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρθρων — τέρθρον the end of the sail yard neut gen pl τέρθρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
τέρθριος — α, ο / τέρθριος, ία, ο, ΝΑ [τέρθρον] νεοελλ. ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού β. «τέρθριο σύσπαστο» η τσούντα) αρχ. 1. το αρσ.… … Dictionary of Greek
τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… … Dictionary of Greek
τέρθρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τέρθριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και … Dictionary of Greek
τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
τερθρεύς — έως, ὁ, Α (κυρίως ως κύριο όν.) ὁ Τερθρεύς (με ειρωνική σημ.) αυτός που χρησιμοποιεί σοφιστικά τεχνάσματα για να εξαπατήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα εύς (πρβλ. κουρ εύς)] … Dictionary of Greek