-
1 τάγης
-
2 ταγης
-
3 ταγής
τᾱγῆς, ταγέωto be ruler: pres ind act 2nd sg (doric)ταγήline of battle: fem gen sg (attic epic doric ionic)τᾱγῆς, ταγήline of battle: fem gen sg (attic epic ionic) -
4 ταγῆς
τᾱγῆς, ταγέωto be ruler: pres ind act 2nd sg (doric)ταγήline of battle: fem gen sg (attic epic doric ionic)τᾱγῆς, ταγήline of battle: fem gen sg (attic epic ionic) -
5 τάγης
τά̱γης, τάγηςmasc nom sgτάσσωdraw up in order of battle: aor ind pass 2nd sg (homeric ionic)τάσσωdraw up in order of battle: aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) -
6 περισσο-ταγής
περισσο-ταγής, ές, an eine ungrade Stelle oder in die Reihen der ungraden Zahlen geordnet, Nicomach. arithm. 1, 22.
-
7 μεσο-ταγής
μεσο-ταγής, ές, in der Mitte eingeordnet (?).
-
8 δευτερο-ταγής
δευτερο-ταγής, ές, an die zweire Stelle gestellt, Nicom. Arithm. 1, 13.
-
9 ἀρτιο-ταγής
ἀρτιο-ταγής, ές, Nicomach. ar. 1, 8, an gerader Stelle.
-
10 ὁμο-ταγής
-
11 ἑτερο-ταγής
ἑτερο-ταγής, ές, anders geordnet, Sp.
-
12 τάγα
τά̱γᾱ, τάγηςmasc nom /voc /acc dualτά̱γᾱ, τάγηςmasc gen sg (doric aeolic) -
13 ταγος
ὅ [τάσσω]1) предводитель, вождь, повелитель Trag., Hom. и Arph. - с ᾰτ. μακάρων Aesch. = Ζεύς
2) ( в Фессалии) верховный вождь, главнокомандующий(Plut.; Xen. - v. l. τάγης)
-
14 τάγ'
τά̱γᾱͅ, τάγηςmasc dat sg (doric aeolic) -
15 τάγη
τά̱γη, τάγηςmasc voc sgτάσσωdraw up in order of battle: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)τάσσωdraw up in order of battle: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)τά̱γη, ταγέωto be ruler: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) -
16 τάγου
τά̱γου, τάγηςmasc gen sg -
17 δευτεροταγής
δευτερο-τᾰγής, ές,A in the second series, Nicom.Ar.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτεροταγής
-
18 μεσοταγής
μεσο-τᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοταγής
-
19 περισσοταγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσοταγής
-
20 ἀνομοταγής
ἀνομο-τᾰγής, ές,A of a different order, Dam.Pr. 119; not co-ordinated, of lines of vision, prob. l. in Gal.UP10.12; cf. ὁμοταγής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνομοταγής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τάγης — τά̱γης , τάγης masc nom sg τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… … Dictionary of Greek
ταγῆς — τᾱγῆς , ταγέω to be ruler pres ind act 2nd sg (doric) ταγή line of battle fem gen sg (attic epic doric ionic) τᾱγῆς , ταγή line of battle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοταγής — ἰσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι αντίστοιχος με κάποιον άλλο κατά την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. αρτιο ταγής, νομο ταγής] … Dictionary of Greek
ετεροταγής — ές (Α ἑτεροταγής, ές) νεοελλ. αυτός που εμφανίζει ετεροταξία αρχ. αυτός που ανήκει ή έχει ταχθεί σε άλλη τάξη. επίρρ... ετεροταγώς με ετεροταγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. νομο ταγής] … Dictionary of Greek
μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] … Dictionary of Greek
νεοταγής — νεοταγής, ές (Μ) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] … Dictionary of Greek
νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ομοταγής — ές (ΑΜ ὁμοταγής, ές) 1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους 2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον 3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ… … Dictionary of Greek
περισσοταγής — ές, Α (για αριθμό) ο τοποθετημένος σε μια σειρά περιττών αριθμών, σε αντιδιαστολή με τον αρτιοταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάγ ην), πρβλ. μεσο ταγής] … Dictionary of Greek
πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… … Dictionary of Greek