-
1 απολαυστικά
ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: neut nom /voc /acc plἀπολαυστικά̱, ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: fem nom /voc /acc dualἀπολαυστικά̱, ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀπολαυστικά
ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: neut nom /voc /acc plἀπολαυστικά̱, ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: fem nom /voc /acc dualἀπολαυστικά̱, ἀπολαυστικόςdevoted to enjoyment: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 απολαυστικάς
-
4 ἀπολαυστικάς
-
5 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
См. также в других словарях:
ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικάς — ἀπολαυστικά̱ς , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκρας, Γκίντερ — (Gόnter Grass, Ντάντσιχ 1927 –).Γερμανός γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας. Αρχικά εργάστηκε ως λιθοξόος και αργότερα σπούδασε γλυπτική. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και διέπρεψε μεταξύ των νέων συγγραφέων της Ομάδας 47. Το 1955 δημοσίευσε… … Dictionary of Greek