-
1 ἀπο-λαυστικός
ἀπο-λαυστικός, dem Genuß ergeben, βίος Arist. Nic. 1, 5, 2; wie die Phäaken Ath. I, 16; vgl. XII, 510 c; οἱ ἀπολαυστικοί Plut. non posse 12 (bes. vom Essen, s. Ath. unter ἀπόλαυσις); ἀπολαυστικῶς ζῆν Arist. pol. 5, 8, 20; nur für den Genuß, τὰ ἀπολαυστικά (im Ggstz der κάρπιμα) ἀφ' ὧν μηδὲν περὶ τὴν χρῆσιν γίγνεται, ὅ, τι καὶ ἄξιον Arist. rhet. 1, 5; zu genießen, οἶνος Pol. 12, 2; – von der Kost, gedeihlich, Ath. III, 87 e.
См. также в других словарях:
ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστικάς — ἀπολαυστικά̱ς , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκρας, Γκίντερ — (Gόnter Grass, Ντάντσιχ 1927 –).Γερμανός γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας. Αρχικά εργάστηκε ως λιθοξόος και αργότερα σπούδασε γλυπτική. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και διέπρεψε μεταξύ των νέων συγγραφέων της Ομάδας 47. Το 1955 δημοσίευσε… … Dictionary of Greek