-
1 ακίνητα
-
2 ἀκίνητα
-
3 τακίνητ'
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc voc sgἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc /fem voc sgἀκίνηται, ἀκίνητοςunmoved: fem nom /voc pl -
4 τἀκίνητ'
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc voc sgἀκίνητε, ἀκίνητοςunmoved: masc /fem voc sgἀκίνηται, ἀκίνητοςunmoved: fem nom /voc pl -
5 τακίνητα
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc pl -
6 τἀκίνητα
ἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc plἀκίνητα, ἀκίνητοςunmoved: neut nom /voc /acc pl -
7 ακινήταν
-
8 ἀκινήταν
-
9 αὐτοκίνητος
A self-moved, Arist.Ph. 258a2, Plu. 2.952e, etc.;λογικὴ φύσις Ph.1.36
, cf. Procl.Inst.14, Dam.Pr.78; of live-stock,πράγματα κινητά τε καὶ ἀκίνητα καὶ αὐ. PMasp.122.3
(vi A. D.), etc. Adv. , Olymp.in Alc.p.61 C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκίνητος
-
10 κινητός
2 in Law, κ. οὐσία movable property, Cod.Just.1.11.10.1, cf. 1.2.15 Intr.;κ. καὶ ἀκίνητα PLond.3.1015.17
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητός
-
11 ἀκίνητος
A unmoved, motionless, Parm.8, Emp.17, etc.; of Delos, Orac. ap. Hdt.6.98, cf. Pi.P.4.57; ἐξ ἀκινήτου ποδός without stirring a step, S.Tr. 875;τὰς κινήσεις ἀκίνητος Pl.Ti. 40b
;τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αὐτό Arist.Metaph. 1012b31
; ὕλη ἀ. Stoic. ap. Plu.2.1054a; ἄστρα ἀ. fixed stars, Poll.4.156.2 idle, sluggish, ἐπ' ἀκινήτοισι καθίζειν to sit in idleness, Hes.Op. 750 (where others, to sit on graves, v. infr. 11.2); ἀ. φρένες a sluggish soul, Ar.Ra. 899; of the Boeotians, Alex.237; χώρα ἀ. untilled, Plu.2.38c.3 unmoved, unaltered,ἀ. νόμιμα Th.1.71
, etc.; τοὺς νόμους ἐᾶν ἀ. Arist. Pol. 1269a9, cf. Pl.Lg. 736d, cf. X.Lac.14.1.II immovable, hard to move, Pl.Sph. 249a, Luc.Im.1 (in [comp] Comp.). Adv.-τως, ἔχειν Isoc.13.12
, cf. Pl.Euthphr. 11d.b of property, realty, Olymp. Hist.p.458 D., Cod.Just.1.11.10.1, al.2 not to be stirred, inviolate,τάφος Hdt.1.187
: esp. prov. of sacred things,κινεῖν τὰ ἀκίνητα Id.6.134
, cf. Pl.Tht. 181a:—hence, that must be kept secret,τἀκίνητ' ἔπη S.OC 624
;τἀκίνητα φράσαι Id.Ant. 1060
.3 of persons, etc., not to be shaken, steadfast, ib. 1027;νοῦς ἀκίνητος πειθοῖ Pl.Ti. 51e
;ἕξις ἀ. ὑπὸ φόβου Id.Def. 412a
;πρὸς τὸ θεῖον Plu.2.165b
.5 c. gen., inseparable from, PMag.Berol.1.80,165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίνητος
-
12 ἀμετάθετος
ἀμετά-θετος, ον,A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2;ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331
(Pergam.), etc. Adv.-τως, διακεῖσθαι D.S.1.83
, cf. Ascl.in Metaph. 22.6.2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάθετος
-
13 ἐνεργός
ἐνεργός, όν,A at work, active, busy, Hdt.8.26, etc.; ζῷα ἐ., opp. εἴδωλα ἀκίνητα, X.Mem.1.4.4;δικασταί, κυβερνῆται, ἐ. ὄντες
on duty,Pl.
Lg. 674b; ὅπως ἂν ἐ. ὦσι that they may begin business, D.35.7;ἐ. περί τι γίγνεσθαι Plb.3.17.4
; effective, fit for service, νῆες, στράτευμα, Th.3.17, X.Cyr.2.2.23;πεζὸν σὺν ἵπποις -ότατον Id.Eq.Mag.9.7
; ἐ. προσβολή vigorous attack, Plb.4.63.8; ἐ. ὑσσοί effective javelins, Id.1.40.12;πελέκεις D.S.5.39
; ἐ. ποιεῖσθαι τὴν πορείαν march with rapidity, Plb.5.8.3;τὸ τῆς ὥρας πρὸς τὰς νόσους -ότατον D.S.14.70
; τόποι (in logical sense)- ότατοι
most effective,Arist.
Top. 154a16; ἡ γεωργία ἐ. ποιεῖ τὴν τροφήν calls into action the nutritive properties (of the soil), Id.Pr. 924a17.2 actual, opp. potential, Theol.Ar.6, 12.II of land, productive, opp. ἀργός, X.Cyr.3.2.19, cf. 5.4.25, HG4.4.1, Plu.Sol.31 ([comp] Comp.); simply, tilled, SIG685.72 ([place name] Itanos); πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν μυριάσι producing enough for multitudes, Plu. Caes.58;μυλαῖον ἐ.
in working order,PRyl.
167.10 (i A.D.); also of mines, X.Vect.4.2; ἐνεργά (sc. χρήματα) employed capital, which brings in a return, D.27.7,10, cf. X.Hier.11.4;θησαυρὸς ἐ. PLond.2.216
(i A.D.); τὸ δάνειον ἐ. ποιεῖν to put out to interest, D.56.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργός
См. также в других словарях:
ακίνητα — Η περιουσία ή οποιαδήποτε ιδιοκτησία σχετίζεται με το έδαφος και τα συστατικά του μέρη (αντίθετο: κινητή περιουσία). Στην καθημερινή χρήση, ο όρος αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία όπως τα οικόπεδα και τα σπίτια. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο που… … Dictionary of Greek
ἀκίνητα — ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακινέτες ή ακίνητα σπόρια — Τύπος αναπαραγωγικών σπορίων μιας κυρίως κατηγορίας φυτικών οργανισμών, των κυανοφυκών. Σχηματίζονται με την αύξηση των διαστάσεων ενός βλαστητικού κυττάρου που συνοδεύεται από αύξηση της πάχυνσης του κυτταρικού τοιχώματος. Ένας ώριμος α.… … Dictionary of Greek
τἀκίνητ' — ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητε , ἀκίνητος unmoved masc voc sg ἀκίνητε , ἀκίνητος unmoved masc/fem voc sg ἀκίνηται , ἀκίνητος unmoved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκίνητα — ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl ἀκίνητα , ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήταν — ἀκινήτᾱν , ἀκίνητος unmoved fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2004 Summer Olympics — Games of the XXVIII Olympiad Host city Athens, Greece Motto Welcome Home Nations participating 201 … Wikipedia
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia