-
1 κρυπτός
κρυπτός, adj. verb. zum Folgdn, versteckt, verborgen; Il. 14, 168; ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρϑοῠται λόγος Aesch. Ch. 762; Soph. u. Folgde, auch in Prosa nicht selten; τὰ κρυπτά, das Geheimniß, Eur. I. A. 1146.
-
2 ὄλβιος
ὄλβιος, auch 2 Endgn, glücklich, glückselig; bei Hom. der, dem zum Genusse des Lebens Nichts fehlt, reich, οἶκον ἐν ἀνϑρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν, Od. 17, 420. 18, 138. 218, ϑεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν, 8, 413 u. öfter, reichliche Glücksgüter geben, auch τοῖσιν ϑεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, 7, 148, im Wohlstande leben; καὶ εὐδαίμων, Hes. O. 62, vgl. Th. 954; Pind. öfter, sowohl von Menschen, als von Städten, Κόρινϑος, Λακεδαίμων, Ol. 13, 4 P. 10, 1, Ἡρακλέος ὀλβίαν αὐλάν, N. 4, 24, wie δῶμα, 9, 3; in allgemeiner Bdtg bei den Trsgg; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσϑαι πρέπει, Aesch. Ag. 915; auch ὄλβιε Ζεῦ, Suppl. 521; κρυπτᾷ τ' ἀχέων ἐν ἥβᾳ ὄλβιος, Soph. El. 160; Tr. 283; adv., ἐπεὶ ὀλβίως γ' ἔλυσε τὸ τέλος βίου, O. C. 1718; δώματα, ϑεῶν δόμος, Eur. Suppl. 5 Or. 1674; Μυκῆναι, I. T. 510; auch ἀγέλαι, Hel. 1276; σκῆπτρον, Ion 578; φρονήματα, Andr. 164; δόμοι, Ar. Av. 1706; bei Her. 1, 32 unterscheidet Solon ὄλβιος als den höchsten Grad der Glückseligkeit von εὐτυχής; aber πάντα ἐόντα μεγάλα καὶ ὄλβια, 1, 30, schließt sich an den homerischen Gebrauch an, vgl. ὄλβιος χρήμασι, 8, 75; ταῠτα τὰ ὀλβιώτατά σφι νενόμισται, 1, 216, dies gilt bei ihnen für das größte Glück; selten in attischer Prosa, εἰς τὸν μέγιστον καὶ ὀλβιώτατον οἶκον, Plat. Prot. 337 d; Sp., wie Plut. – Spätere, bes. Dichter, scheinen davon den unregelmäßigen superl. ὄλβιστος gebildet zu haben: Callim. lav. Pall. 117; ὀλβίστη νήσων πόντῳ Ἴος, Alc. Mess. 1 (VII, 1); ἔλϑοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, Antp. Sid. 85 (VII, 164), u. öfter in der Anth.; vgl. Schäf. zu Greg. Cor. 896 si,; wenn nicht mit Buttmann immer ὀλβιστός zu schreiben ist, als adj. verb. zu ὀλβίζω, glücklich zu preisen, obwohl die Ueberlieferung dagegen ist.
-
3 ὑπο-δύω
ὑπο-δύω (s. δύω), darunter ziehen, gew. med. mit aor. II. u. perf. act., = ὑποδύνω, unterziehen, unten anziehen, z. B. Schuhe, ὑπόδυϑι τὰς Λακωνικάς Ar. Vesp. 1158; ὑποδυσάμενος 1168; ὑποδύσασϑαι καττύματα 1160; untertauchen, hinunter schleichen, darunter gehen, sich bücken, τὸν μὲν ἔπειϑ' ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι φερέτην Il. 8, 332, nachdem sie sich gebückt und unter ihn gestellt hatten, um ihn aufzuheben und zu tragen, wie 13, 421; vgl. ὑποδύντε μάλ' ὦκα νεκρὸν ἀείραντες φέρετ' ἐκ πόνου 17, 717 (Luc. Demon. 61); ἥγ' ὑποδῦσα ϑαλάσσης εὐρέα κόλπον Od. 4, 435, nachdem sie untergetaucht war; vgl. Il. 18, 145; auch ὑπέδυ πέτραν, Plut. Thes. 6; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806, vgl. 837; seltener c. dat., πᾶσιν δ' ἱμερόεις ὑπέδυ γόος Od. 10, 398, bei Allen schlich sich Trauer ein; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. 1, 31, wie übertr., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων (ἡ κολακευτική) Plat. Gorg. 464 c; ὑπὸ κλίνην Dem. 22, 53; ὑποδύεται ὑπὸ λίϑῳ Jac. Scol. 15; auch ὑπό τινος, Ar. Vesp. 206; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 617. – Anders aber ist ϑάμνων ὑπεδύσετο Od. 6, 127, er tauchte darunter hervor, kam darunter hervor, wie übertr., κακῶν ὑποδύσεαι ἤδη 20, 53. – Dah. ohne Casus, sich einer Sache entziehen, sich davonmachen, flüchten, ὑποδύει παρὰ ταῦτα Dem. 25, 28, du schleichst dich daneben weg. – Uebertr. = sich einer Sache unterziehen, bes. eine Arbeit, eine Mühe übernehmen, εἰ δὲ μὴ ἑκόντες ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Her. 4, 120; ἐϑελονταὶ ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ 7, 134; Xen. Oec. 14, 3; κίνδυνον Cyr. 1, 5, 12. 3, 3, 15; πῶς οὖν τοῦϑ' ὑπέδυ Dem. 24, 157; τὴν διὰ τοῦ ψηφίσματος αἰτίαν ὑποδύσεσϑαι, 23, 12; τὴν πρᾶξιν ὑποδύεσϑαι Pol. 2, 21, 9. – Dah. ὑποδύεσϑαί τινα, sich bei Einem einschmeicheln oder ihm listig beizukommen suchen, ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός Soph. Phil. 1099; προςωπεῖον ὑποδῠναι, unter eine Larve kriechen, eine Larve annehmen, Sp.; auch gradezu τὸν Ἀριστοφάνη ὑποδέδυκας, Luc. adv. ind. 27. – Ὀφϑαλμοὶ ὑποδεδυκότες, eingefallene Augen, Luc. Tim. 17.
-
4 κρυπτός
См. также в других словарях:
κρυπτά — κρυπτά̱ , κρυπτή crypt fem nom/voc/acc dual κρυπτά̱ , κρυπτή crypt fem nom/voc sg (doric aeolic) κρυπτός hidden neut nom/voc/acc pl κρυπτά̱ , κρυπτός hidden fem nom/voc/acc dual κρυπτά̱ , κρυπτός hidden fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτα — κρύπτᾱ , κρύπτης member of the Spartan masc nom/voc/acc dual κρύπτης member of the Spartan masc voc sg κρύπτᾱ , κρύπτης member of the Spartan masc gen sg (doric aeolic) κρύπτης member of the Spartan masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτ' — κρύπτα , κρύπτης member of the Spartan masc voc sg κρύπτα , κρύπτης member of the Spartan masc nom sg (epic) κρύπται , κρύπτης member of the Spartan masc nom/voc pl κρύπτᾱͅ , κρύπτης member of the Spartan masc dat sg (doric aeolic) κρύπτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτᾶι — κρυπτᾷ , κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτᾷ , κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτάν — κρυπτά̱ν , κρυπτή crypt fem acc sg (doric aeolic) κρυπτά̱ν , κρυπτός hidden fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτάς — κρυπτά̱ς , κρυπτή crypt fem acc pl κρυπτά̱ς , κρυπτός hidden fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
εκφανερώνω — ἐκφανερώνω (Μ) φανερώνω, αποκαλύπτω («μὴ φανερώσῃ τὰ κρυπτὰ μυστήρια τοῡ καλοῡ της», Διγ.) … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
ԾԱԾՈՒԿ — (ունք.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. (որպէս թէ ցածուկ.) Արմատ ծածկելոյ. κρυπτός occultus, absconditus. Թաքուն. գաղտնի. անյայտ իբր ʼի խորս կամ ընդ քօղով. գոց. ... *Որ ինչ ծածուկ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)