-
1 καταδιαιρέω
A divide,τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν LXXPs.135(136).13
;τὸν κύκλον εἰς δώδεκα μοίρας S.E.M.5.23
:— [voice] Pass.,κ. ἐς τὰ μέρη Asclep.Tact.10.22
.2 distribute,τὸ πλῆθος εἰς λόχους D.H.4.19
, cf. CPR22.25 (ii A.D.):—[voice] Med., distribute among themselves, LXXJo.3(4).2, Plb.2.45.1, D.S.3.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδιαιρέω
См. также в других словарях:
συνδρομάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπος τ. θηλ. τού επιθ. σύνδρομος* («πέτρας τὰς συνδρομάδας» δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λεπρ άς)] … Dictionary of Greek