-
1 συν-δρομή
συν-δρομή, ἡ, Zusammenlaufen, Zusammenkommen; bes. aufrührerische Versammlungen; Pol. 1, 67, 2. 69, 11; Arist. rhet. 3, 10 sagt μὴ πολλὰς ποιήσωσι τὰς συνδρομὰς ἐκκλησίας.
См. также в других словарях:
συνδρομάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπος τ. θηλ. τού επιθ. σύνδρομος* («πέτρας τὰς συνδρομάδας» δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λεπρ άς)] … Dictionary of Greek