-
1 ταπιτίμια
ἐπιτίμια, ἐπιτίμιονvalue: neut nom /voc /acc plἐπιτίμια, ἐπιτίμιοςhonourable: neut nom /voc /acc pl -
2 τἀπιτίμια
ἐπιτίμια, ἐπιτίμιονvalue: neut nom /voc /acc plἐπιτίμια, ἐπιτίμιοςhonourable: neut nom /voc /acc pl -
3 ἐπιτίμιον
A value, price, or estimate of a thing, i.e.,2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec. 1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers. 823 ;τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4
;τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4
; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El. 1382, cf. X.Mem.3.12.3 ;κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14
: in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th. 1026 ;ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47
;θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec. 1349b30
;ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104
;τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208
(iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτίμιον
См. также в других словарях:
τἀπιτίμια — ἐπιτίμια , ἐπιτίμιον value neut nom/voc/acc pl ἐπιτίμια , ἐπιτίμιος honourable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)