-
1 τύπος [2]
τύπος, ὁ, 1) der Schlag; τύπος ἀντίτυπος, Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσϑαι, ἐγγεγλύφϑαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 ( Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., τύπος, ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασϑαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος, Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., τύπος ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσϑαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); ἤτοι σαφῶς ἢ καί τινα τύπον αὐτοῦ ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29.
-
2 τύπος
τύπος, ὁ, (1) der Schlag; τύπος ἀντίτυπος, im Orakel, wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; das durch den Schlag Hervorgebrachte; (a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze. Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen. Τῶν ἥλων, Nägelmale. Übh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk; τύποις ἐσκευάσϑαι, ἐγγεγλύφϑαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein; τύποι, übh. Bildhauerarbeit; Bildsäule; ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit. Übh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand; (b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde; (2) Übh. Form, Gestalt, Abbild; Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen. Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie oft; (3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen; (4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner -
3 τύπος
-
4 ἀντί-τυπος
ἀντί-τυπος ( τύπτω), 1) zurückschlagend, zurückprallend, ἀντίτυπον φϑογγὴν ᾄδεσϑαι, vom Echo, Archi. 14 ( Plan. 154); Widerstand leistend, πέτρα Polem. 2, 10; vgl. Hdn. 6, 7, 16; dah. im rhetorischen Sinne, hart klingend, D. H.; auch von Farben, im Ggstz von μαλακός, Plut. Dem. 22. – 2) widerspänstig, mit ἀναγκαῖον verbunden, Plat. Crat. 420 d; ἀντιτυπώτατον εἶδος Tim. 62 c; von Menschen, ἀντ. καὶ σκληρός Theaet. 155 a; – feindselig, ὁ Δὸς ἀντίτυπος, Feind, Aesch. Sept. 503; μάχη ἀντίτυπ ος, eine offene Schlacht, wo Heer gegen Heer sicht, Xen. Ages. 6, 2; τινί, gegenübergestellt, Pol. 6, 31; καὶ προσάντης Alcidam. de sophist. p. 674. 14. Im Orakel bei Her. 1, 67 ist τύπος u. ἀντίτυπος Hammer u. Ambos. – Soph. Ant. 134 ἀντίτυπα od. ἀντιτύπᾳ als adv., entgegengeschlagen; – τὸ ἀντίτυπον Abbild, Kopie, auch ὁ ἀντίτυπος.
-
5 πρωτό-τυπος
πρωτό-τυπος, von od. nach der ersten Bildung, ursprünglich, originell, Sp.
-
6 πρός-τυπος
πρός-τυπος, in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Ggstz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.
-
7 πρό-τυπος
πρό-τυπος, vorgebildet, τὸ πρότυπον, Modell, Vorbild, Sp.
-
8 παρά-τυπος
παρά-τυπος, verschlagen, verfälscht, Schol. Ar. Ach. 516.
-
9 σταυρό τυπος
σταυρό τυπος, mit dem Zeichen des Kreuzes, K. S.
-
10 σολοι-τύπος
σολοι-τύπος, eine Eisenmasse hämmernd, schmiedend; Hesych. erkl. μυδροτύπος, u. erkl. es auch als eine Art Kupfer in Cypern.
-
11 φαβο-τύπος
φαβο-τύπος, ὁ, Taubenstößer, Arist. H. A. 8, 3, eine Art Habicht.
-
12 χρῡσό-τυπος
χρῡσό-τυπος, von Gold geschlagen, gearbeitet, φιάλη Critias bei Ath. I, 28 c.
-
13 χρῡσεό-τυπος
χρῡσεό-τυπος, = χρυσότυπος, κρᾶνος, Eur. El. 740.
-
14 χειμωνο-τύπος
χειμωνο-τύπος, mit Sturmwind schlagend, peitschend, λαῖλαψ Aesch. Suppl. 35.
-
15 χαμαι-τύπος
χαμαι-τύπος, die Erde schlagend, darauf fallend; ὁ χαμ., ein Falke, der seine Beute auf der Erde stößt od. fängt, Arist. H. A. 9, 36; – ὁ, ἡ, der Hurer, die Hure, Pol. 8, 11, 11 aus Theopomp.
-
16 χαλκό-τυπος
χαλκό-τυπος, mit Erz, mit ehernen Waffen geschlagen, ὠτειλαί Il. 19, 25.
-
17 χαλκο-τύπος
χαλκο-τύπος, Erz oder Kupfer schlagend, hämmernd, bearbeitend, ὁ χαλκ., der Kupferschmied, übh. der Schmied, Pallad. 95 (IX, 775); καὶ σιδηρεῖς Xen. Ages. 1, 26, vgl. Hell. 3, 4,17; Dem. 25, 38. – Erz od. Kupfer zusammenschlagend, μανίη, die Raserei der Kybelepriester, die kupferne Becken u. Pauken schlugen, Ep. ad. 147 (VI, 51), wo Jac. es von χαλκότυπος ableiten u. erklären möchte »der durch das Zusammenschlagen der Becken erregte Wahnsinn«.
-
18 χοροι-τύπος
χοροι-τύπος, den Boden im Reigen, im Chortanze schlagend, stampfend, dah. übh. tanzend, springend, hüpfend, Pind. frg. 57; – χοροίτυπος, beim Chortanze geschlagen, λύρα H. h. Merc. 31.
-
19 χονδρό-τυπος
χονδρό-τυπος, wie ein Knorpel gebildet, knorplig, Arist. H. A. 9, 22.
-
20 γνωμο-τύπος
γνωμο-τύπος, Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
См. также в других словарях:
τύπος — blow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως … Dictionary of Greek
Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά … Dictionary of Greek
κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… … Dictionary of Greek