-
1 μωρό
1) babe2) babyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μωρό
-
2 μωροβλάπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροβλάπτης
-
3 μωροκακοήθης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροκακοήθης
-
4 μωρόκακος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόκακος
-
5 μωρόκαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόκαλος
-
6 μωροκλέπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροκλέπτης
-
7 μωροποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροποιέω
-
8 μωροποιός
μωρο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροποιός
-
9 μωροπόνηρος
μωρο-πόνηρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωροπόνηρος
-
10 μωρόσοφος
μωρό-σοφος, ον,A foolishly wise, sapient fool, Luc.Alex.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόσοφος
-
11 μωρόσυκον
μωρό-σῡκον, τό,A = συκόμωρον, Cels.3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόσυκον
-
12 μωρόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωρόφρων
-
13 μωρός 1
μωρός 1.Grammatical information: adj.Meaning: `stupid, obtuse, foolish' (IA.).Other forms: Att. μῶρος (prob. from the voc.; Schwyzer 380 and 383)Compounds: Compp., most late, e.g. μωρο-λόγος `who speaks stupidities' with - λογία, - λογέω, - λόγημα (Arist.), ὑπό-μωρος `rather stupid' (Luc.).Derivatives: μωρία, Ion. - ίη f. `stupidity' (IA.), μωρίαι ἵπποι καὶ βοῦς ὑπὸ Άρκάδων H. (sg. μωρίας m. like ἐρυθ-ρίας a.o.; meaning as NGr. ἄλογο = ἵππος), Μωρίων (Arc. Gramm.; to be rejected Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281: to Μυρίνη etc.). Denominat.: 1. μωραίνω `be stupid, foolish' (A., E., X., Arist.), `play the fool, make foolish', pass. `become insipid' (LXX, NT) with μώραν-σις = μωρία (Sch.). -- 2. μωρόομαι `become insipid (Hp.). -- 3. μωρεύω = μωραίνω (LXX). -- 4. μωρίζω `be stupid' (Gal.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not well explained. Since Pictet (s. Curtius 338) usually connected with Skt. mūrá- `foolish' (?; rather `erschütterlich = invalid' after Thumb -Hauschild Hb. des Sanskrit I: 1, 271 n.) connected with ablaut ō(u): ū. Brugmann Festschr. Thomsen 6 connects mūrá- with Skt. mū́ka-'dumb' (s. μυκός). With words of this meaning we must reckon with deviations and crosses, which makes the comparison more difficult. -- Lat. LW [loanword] mōrus `mad, silly', s. W. -Hofmann s.v. Ngr. μωρό `nursling' (Andriotis Glotta 25, 17).Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μωρός 1
См. также в других словарях:
μωρό — το (Μ μωρόν) βλ. μωρός … Dictionary of Greek
μωρό — το το βρέφος, το νήπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
πορτμπεμπέ — το, N άκλ. φορητό λίκνο, καλαθάκι για μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bebe < porter «φέρω» + bebe «βρέφος, μωρό»] … Dictionary of Greek