-
1 μεγαλο(ρ)ρημονέω
μεγαλο(ρ)ρημονέω (s. μέγας, ῥῆμα and two next entries) 1 aor. ἐμεγαλορημόνησα (Strabo 13, 1, 40; LXX; TestJob 41:1; ApcSed 14:12 p. 136, 22 Ja.) use great words, boast 1 Cl 17:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρημονέω
-
2 μεγαλο(ρ)ρημοσύνη
μεγαλο(ρ)ρημοσύνη, ης, ἡ (s. prec. and next entry) proud/boastful talking (Anonymus in Suda s.v. σεμνομυθοῦσιν=Polyb. 38, 19 v.l.; Philostrat., Her. 2, 19 p. 161, 19; Alex. Ep. 15, 12 p. 205 M.=PSI 1285 IV, 33; 1 Km 2:3; Alex. Ep. 15, 12 p. 205; TestJob 42:1) pl. arrogant rhetoric IEph 10:2.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρημοσύνη
-
3 μεγαλο(ρ)ρήμων
μεγαλο(ρ)ρήμων, ονος (s. two prec. entries; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 11 p. 222, 21) boastful γλῶσσα (Ps 11:4; 3 Macc 6:4; Jos., Ant. 20, 90 v.l.) 1 Cl 15:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρήμων
-
4 μεγαλο(ρ)ρημονέω
μεγαλο(ρ)ρημονέω (s. μέγας, ῥῆμα and two next entries) 1 aor. ἐμεγαλορημόνησα (Strabo 13, 1, 40; LXX; TestJob 41:1; ApcSed 14:12 p. 136, 22 Ja.) use great words, boast 1 Cl 17:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρημονέω
-
5 μεγαλο(ρ)ρημοσύνη
μεγαλο(ρ)ρημοσύνη, ης, ἡ (s. prec. and next entry) proud/boastful talking (Anonymus in Suda s.v. σεμνομυθοῦσιν=Polyb. 38, 19 v.l.; Philostrat., Her. 2, 19 p. 161, 19; Alex. Ep. 15, 12 p. 205 M.=PSI 1285 IV, 33; 1 Km 2:3; Alex. Ep. 15, 12 p. 205; TestJob 42:1) pl. arrogant rhetoric IEph 10:2.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρημοσύνη
-
6 μεγαλο(ρ)ρήμων
μεγαλο(ρ)ρήμων, ονος (s. two prec. entries; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 11 p. 222, 21) boastful γλῶσσα (Ps 11:4; 3 Macc 6:4; Jos., Ant. 20, 90 v.l.) 1 Cl 15:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρήμων
-
7 μεγαλοεργέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργέω
-
8 μεγαλοεργής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργής
-
9 μεγαλοεργία
μεγᾰλο-εργία, ἡ,A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); [var] contr. [suff] μεγᾰλο-ουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργία
-
10 μεγαλοεργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργικός
-
11 μεγαλοεργός
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργός
-
12 μεγαλοκοίλιος
μεγᾰλο-κοίλιος, ον,A with large ventricles, Arist.PA 667a29; with large intestinal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6,7 ([comp] Sup.):—written [suff] μεγᾰλό-κοιλος ( = προγάστωρ ) in Gal.6.467.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοκοίλιος
-
13 μεγαλόνοος
A great-minded, magnanimous, Adam.1.11, al.;τὸ φύσει μ. J.BJ1.21.5
, cf. 5.5.8, Luc.Im.18: metapl. pl. - νοες Polem.Phgn.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόνοος
-
14 μεγαλόπνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόπνοος
-
15 μεγαλοπρέπεια
A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R. 486a, Isoc.9.2, Arist.EN 1107b17, etc.II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37.III as a title,ἡ σὴ μ. Just.Nov.41
Praef.;ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4
(v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοπρέπεια
-
16 μεγαλοσχήμων
A magnificent, A.Pr. 408 (lyr.):—also [suff] μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοσχήμων
-
17 μεγαλόβιος
μεγᾰλό-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόβιος
-
18 μεγαλοβλαβής
μεγᾰλο-βλᾰβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοβλαβής
-
19 μεγαλοβόας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοβόας
-
20 μεγαλοβόος
μεγᾰλο-βόος, ον,A gloss on ἠερίβοια, Eust.562.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοβόος
См. также в других словарях:
Μεγάλο Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 100 μ., 144 κάτ.) του Αγαθονησίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγαθονησίου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 233 κάτ.) της Τήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Μεγάλο Λιβάδι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 52 κάτ.) της Σερίφου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μεγάλο Μετόχι — Οικισμός (29 κάτ.) του νομού Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνου … Dictionary of Greek
Μεγάλο Πεύκο — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουπρασίας … Dictionary of Greek
Μεγάλο Ποτάμι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τροιζηνίας του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα της χερσονήσου των Μεθάνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεθάνων της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
γαλιόνι — Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως μεταφορικό ή μεταγωγικό, που ήταν σε χρήση κατά τον 16o και 17o αι. Το γ., που υπήρξε ο άμεσος πρόδρομος του πλοίου γραμμής, προήλθε από τα στρογγυλά μεσαιωνικά πλοία, που κι αυτά είχαν προέλθει από τα μεγάλα… … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
Αλκμεωνίδαι/-ες — Μεγάλο και σπουδαίο αθηναϊκό γένος, που θεωρούσαν ότι καταγόταν από τον Νηλέα της Πύλου, τον πατέρα του Νέστορα. Έλεγαν πως ο γενάρχης τους Αλκμέων είχε έρθει στην Αθήνα όταν οι Δωριείς, ύστερα από την κάθοδό τους, κατέλυσαν την αρχή της… … Dictionary of Greek
Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και … Dictionary of Greek
αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… … Dictionary of Greek
γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι … Dictionary of Greek