-
1 εὔχροος
εὔ-χροος, ον, [var] contr. [suff] εὔ-χρους, ουν, [dialect] Ion. [suff] εὔ-χροιος, ον, ([etym.] χρόα)A well-coloured, of good or healthy complexion, Hp.Aph.3.17, X.Lac.5.8, etc.;κριὸν εὔχρουν IG5(1).1390.67
(Andania, i B.C.): [comp] Comp. - οώτερος X.Cyr.8.1.41; - ούστερος Arist.Pr. 863b1: [comp] Sup. - ούστατος ib. 960b5.2 in Music,εὔχροα χρώματα Philoch.66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔχροος
-
2 μεγαλόνοος
A great-minded, magnanimous, Adam.1.11, al.;τὸ φύσει μ. J.BJ1.21.5
, cf. 5.5.8, Luc.Im.18: metapl. pl. - νοες Polem.Phgn.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόνοος
См. также в других словарях:
ούστερος — οὕστερος, ον (Α) βλ. ύστερος … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek