Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τότε+μὲν

См. также в других словарях:

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • ԵՄ — (ես, է, էի, իցեմ, ել, ելոյ, ելով, եալ, ելոյ.) NBH 1 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c εἵμι, εἷναι sum, esse (տե՛ս եւ Եղանիմ, Լինիմ, որք լնուն զայլ եւս ժամանակս չէզոքաբար): Էական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από …   Dictionary of Greek

  • παρέγκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [παρεγκλίνω] 1. πλάγια κλίση, λοξή διεύθυνση («κινεῑσθαι τὰ ἄτομα τοτὲ μὲν κατὰ στάθμην, τοτὲ δὲ κατὰ παρέγκλισιν», Επίκ.) 2. αλλοίωση, μεταβολή 3. κάμψη τής μήτρας μσν. 1. απομάκρυνση, αποχωρισμός 2. επάνοδος σε προηγούμενη… …   Dictionary of Greek

  • ύπερθεν — και αιολ. τ. ὕπερθα και για μετρ. λόγους ὕπερθε Α επίρρ. 1. από πάνω 2. (σχετικά με το σώμα) στα άνω τμήματα 3. από τον ουρανό, από τους θεούς 4. (με γεν.) περισσότερο 5. χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σύγκριση («τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ… …   Dictionary of Greek

  • Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και …   Dictionary of Greek

  • ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Γραικοί — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»