Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τόσος

  • 1 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 2 столько

    γεν. πλθ. стольких αντων. τόσος•

    сколько получил, столько и отдал όσα πήρα, τόσα έδοσα•

    уж столько раз напоминали ему τόσες φορές πια του υπενθύμησαν•

    среди стольких знакомых ни одного друга ανάμεσα σε τόσους γνωστούς, δεν έχω ούτε ένα φίλο.

    επίρ. он не столько силен, сколько ловок αυτός δεν είναι τόσο δυνατός, όσο επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > столько

См. также в других словарях:

  • τόσος — so great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο αντων. δεικτική και συσχετική 1. τέτοιος σε μέγεθος, ποσό, διάρκεια, όγκο, ένταση κλπ : Τόσα χρήματα πήρε. 2. αυτός που έχει ίσο περίπου μέγεθος με ό,τι δείχνω: Η βιβλιοθήκη του ήταν τόση. 3. εξίσου με κάτι άλλο: Όσα είπε, τόσα άκουσα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσων — τόσος so great fem gen pl τόσος so great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσω — τόσος so great masc/neut nom/voc/acc dual τόσος so great masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»