Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τόρμος

См. также в других словарях:

  • τόρμος — hole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… …   Dictionary of Greek

  • τόρμοι — τόρμος hole masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμοις — τόρμος hole masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμον — τόρμος hole masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμους — τόρμος hole masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμων — τόρμος hole masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμῳ — τόρμος hole masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» …   Dictionary of Greek

  • τορμίον — τὸ, Α [τόρμος] μικρός τόρμος, γόμφος …   Dictionary of Greek

  • τορμίσκος — ο, Ν τεχνολ. 1. μικρός τόρμος, προεξοχή, δόντι σε μηχάνημα ή σε σκεύος 2. φρ. «ανασταλτικός τορμίσκος» μικρή προεξοχή που εμποδίζει την ανάστροφη περιστροφή οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»