-
1 τόρμη
-
2 ἐκ-τορμέω
-
3 τόρμα
A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας ([etym.] δρόμος), Hsch. -
4 ἐκτορμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτορμέω
-
5 ἐκτορμέω
См. также в других словарях:
τόρμη — ἡ, Α βλ. τόρμα … Dictionary of Greek
τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» … Dictionary of Greek
TURMA — Varroni, l. 4. de L. L. terma est, quod terdeni Equites ex tribus Tribubus, Tatiensium, Ramnium et Lucerum fiebant; Scaligero ex Graeco τόρμη, Rotunditas, uti Cohors, quia cohortes villaticae rotundae, vide Iust. Lipsium, de Militia Rom. l. 2. c … Hofmann J. Lexicon universale
τορμάρχης — ὁ, Α άρχων τόρμης στην Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμη (στην Κρήτη) «περιοχή χώρας ή πόλης» + άρχης*] … Dictionary of Greek
τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… … Dictionary of Greek